Η οικολογική κρίση και το πρόσταγμα της απο-ανάπτυξης Αυτονομία ή βαρβαρότητα

Ο Πλανήτης μας βρίσκεται αντιμέτωπος με μια οικολογική κρίση δίχως προηγούμενο. Η λέξη «κρίση» στην προκειμένη περίπτωση δεν αποτελεί σχήμα λόγου, αλλά αυστηρή κυριολεξία: πρόκειται για μια κατάσταση μέγιστης κρισιμότητας, η οποία μας εξαναγκάζει να πάρουμε θεμελιώδεις αποφάσεις που θα καθορίσουν το μέλλον και την εξέλιξη του πλανήτη. Η προοπτική του οικολογικού κραχ δεν είναι καθόλου ακραία: υπερθέρμανση του πλανήτη, φαινόμενο του θερμοκηπίου, κλιματική αλλαγή, σταδιακή εξάντληση των φυσικών πόρων, διατάραξη της βιοποικιλότητας. Το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια γίνεται διαρκώς λόγος για το οικολογικό ζήτημα ακόμα και από την κυρίαρχη ιδεολογία, η διάδοση ρευμάτων και θεωριών όπως ο πράσινος καπιταλισμός και η βιώσιμη ανάπτυξη ή ακόμα η τάση να προστίθενται «πράσινες» διαστάσεις σε όλες σχεδόν τις δραστηριότητες της κοινωνικής ζωής και της κατανάλωσης δείχνει την κρισιμότητα της κατάστασης.
Στο διάστημα π.χ. 2000-2007 η γη θερμάνθηκε γρηγορότερα από ότι αναμενόταν. Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των εκπομπών CO2 τα τελευταία χρόνια ήταν τριπλάσιος σε σχέση με αυτόν της δεκαετίας του 1990. Οι προβλέψεις των επιστημόνων, πάνω στις οποίες βασίστηκε ο φιλοπεριβαλλοντικός προγραμματισμός των κρατών, έχουν ήδη αποδειχθεί περιοριστικές ως προς τις εκτιμήσεις τους. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και οι πιο φιλόδοξες φιλοπεριβαλλοντικές πολιτικές ορισμένων κρατών, που βασίζονται σε τέτοιου είδους εκτιμήσεις, είναι απλά μπαλώματα του πραγματικού προβλήματος, ακόμα και για τα δικά τους δεδομένα.

Μια σειρά από προβλήματα της καθημερινής μας ζωής οφείλονται σε ένα συγκεκριμένο τρόπο αντιμετώπισης της φύσης: μόλυνση της ατμόσφαιρας και του εδάφους, νερό μολυσμένο με κάθε λογής επικίνδυνα μέταλλα, τρόφιμα επικίνδυνα από τη χρήση φυτοφαρμάκων, τοξικών λιπασμάτων και ορμονών, γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί κ.ά. Ό,τι νομίζουμε πως κερδίζουμε από την εντατικοποίηση της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής, από τη μείωση του κόστους βιομηχανικής παραγωγής, από τους αγχογόνους ρυθμούς εργασίας, που θα μας εξασφάλιζαν μεγαλύτερη καταναλωτική δύναμη, το ξοδεύουμε σε ψυχοθεαπευτές, σε χημειοθεραπείες και σε μπάι πας. Αν πιστέψαμε πως η ευτυχία κρύβεται στην οικονομική μεγέθυνση, στην απόκτηση ολοένα και περισσότερων αγαθών, κάναμε λάθος. Είναι γνωστό πως μια μεγάλη φυσική καταστροφή (π.χ. ένας σεισμός) αυξάνει τους ρυθμούς ανάπτυξης όπως και το ΑΕΠ, μέσω των δαπανών για την ανοικοδόμηση, την περίθαλψη των θυμάτων κ.λπ. Μετράνε όμως οι βλακώδεις οικονομικοί δείκτες τον ανθρώπινο πόνο που προκαλούν οι φυσικές αυτές καταστροφές; Ή μήπως μετράνε τα καρδιαγγειακά νοσήματα που οφείλονται αποκλειστικά στην «ανάπτυξη» και στο σύγχρονο τρόπο ζωής (διατροφικά πρότυπα, άγχος και στρες, καθιστική ζωή κ.λπ.);

Καπιταλισμός, παραγωγισμός, καταναλωτισμός

Μέχρι εδώ πολλοί θα συμφωνούσαν. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στη διαπίστωση του προβλήματος. Η συζήτηση, αντίθετα, ξεκινά, όταν τεθεί το ερώτημα για τα αίτια του προβλήματος. Για εμάς δεν είναι διόλου τυχαίο ότι κατά τη διάρκεια του τελευταίου αιώνα προκλήθηκε αυτή η άνευ προηγουμένου οικολογική καταστροφή: ολόκληρη η προηγούμενη περίοδος της ανθρώπινης ιστορίας δε μπόρεσε να προκαλέσει ούτε τα μισά απ’ όσα προκάλεσαν οι τελευταίοι 2 αιώνες. Αυτή η εξέλιξη σχετίζεται άμεσα με το γεγονός ότι τους τελευταίους δυο αιώνες βρίσκεται σε πλήρη ακμή και ανάπτυξη το κοινωνικοοικονομικό σύστημα του καπιταλισμού.

Ο καπιταλισμός δεν είναι απλώς ένα οικονομικό σύστημα ή ένας τρόπος παραγωγής. Είναι μια συνολική μορφή οργάνωσης της κοινωνίας, μια κοινωνική θέσμιση, που βασίζεται σε συγκεκριμένες αξίες και σημασίες. Η καπιταλιστική ιδεολογία είναι βαθιά εμποτισμένη από τη σημασία της ανάπτυξης: η ανθρώπινη ευτυχία θα πραγματωθεί μέσα από την απεριόριστη ανάπτυξη της παραγωγής και της κατανάλωσης. Όσο περισσότερα αγαθά αποκτάς, τόσο πιο ευτυχισμένος γίνεσαι. Να παράγεις και να καταναλώνεις, αυτός είναι ο σκοπός της ζωής σου. Αυτή ακριβώς η αντίληψη βρίσκεται πίσω από τη βιομηχανική επανάσταση και την πρωτόγνωρη ιστορικά εκμετάλλευση της τεχνολογικής προόδου για χάρη της παραγωγής. Για τον καπιταλισμό η γη είναι ένα μεγάλο χωράφι προς εκμετάλλευση, το οποίο οφείλει να κυριαρχηθεί μέσω της τεχνικής και επιστημονικής προόδου. Η κοινωνική οικολογία (ο όρος που υιοθέτησε ο Μάρεϊ Μπούκτσιν για να περιγράψει τη δική του οπτική πάνω στο πολιτικό, κοινωνικό και οικολογικό ζήτημα, οπτική πολύ κοντινή με όσα περιγράφουμε εδώ ως «πρόταγμα της από-ανάπτυξης») θέλει την προσπάθεια ολοσχερούς εκμετάλλευσης και κυριάρχησης που ασκεί ο άνθρωπος πάνω στη φύση να είναι μέρος μιας γενικότερης τάσης κυριάρχησης και εκμετάλλευσης που εμφανίστηκε μέσα στην ιστορία και που θύματά της υπήρξαν εκτός από τη φύση και ποικίλες κοινωνικές κατηγορίες και ομάδες. Η κυριαρχία επί της φύσης και οι διάφορες μορφές κυριαρχίας επί του ανθρώπου (οικονομική και πολιτική ανισότητα, ανταγωνισμός, ιεραρχία, ανισότητα των φύλων, εθνικιστική και ρατσιστική βία κ.λπ.) αποτελούν μέρος του γενικότερου φαντασιακού της κυριαρχίας.

Όπως είναι προφανές, η αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης έχει ένα φυσικό όριο: δε μπορείς να απομυζείς απεριόριστα έναν πλανήτη του οποίου οι πόροι είναι περιορισμένοι. Περιττό να πούμε πως ο πλανήτης θα καταστρέφονταν εν ριπή οφθαλμού αν οι υπανάπτυκτες χώρες υιοθετούσαν τα δυτικά πρότυπα. Ας φανταστούμε μονάχα το οικολογικό κόστος (σε ενέργεια, οδικό δίκτυο, μόλυνση της ατμόσφαιρας κ.λπ.) της εξαγγελίας «ένα αμάξι για κάθε δύο Κινέζους». Συνεπώς, το οικολογικό πρόβλημα είναι άμεσα συνδεδεμένο και με μια δομική ανισότητα. Η ευημερία της Δύσης βασίζεται στη δυστυχία (εκμετάλλευση, ανισότητες, πείνα, επιδημίες) όλων των υπολοίπων.

Αν όμως ο καθεαυτό βιομηχανικός καπιταλισμός του 19ου αιώνα έθεσε τις βάσεις της μελλοντικής οικολογικής υποβάθμισης, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι αυτή η μορφή καπιταλισμού συνοδευόταν από μια πουριτανική ηθική, η οποία βασιζόταν στην αρχή της ετεροχρονισμένης ικανοποίησης: οι άνθρωποι αποταμίευαν, βλέποντας τη ζωή υπό ένα γραμμικό χρόνο, που θυσίαζε το παρόν σε ένα απροσδιόριστο μέλλον. Οι κοινωνίες του βιομηχανικού καπιταλισμού ήταν κοινωνίες της παραγωγής και της εργασίας, όπου κυριαρχούσε ο σφιχτοχέρης καπιταλιστής (θείος Σκρουτζ). Μαζί με την άγρια εκμετάλλευση του μεγάλου μέρους του εργατικού πληθυσμού, αυτός ο παράγοντας περιόριζε την ανάπτυξη της μαζικής κατανάλωσης. Αντίθετα, κατά τη μεταπολεμική περίοδο αρχίζει να διαμορφώνεται ένα νέο είδος καπιταλισμού, το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί ως καπιταλισμός της κατανάλωσης. Η πουριτανική ηθική της αστικής τάξης, όπως και της παραδοσιακής προλεταριακής κουλτούρας ή των μικροαστών, αρχίζει σταδιακά να υποχωρεί και δίνει τη θέση της σε ένα νέο, επιτρεπτικό μοντέλο ζωής. Οι κοινωνίες της κατανάλωσης δε βασίζονται πια στην αρχή της ετεροχρονισμένης ικανοποίησης και της αποταμίευσης, αλλά στην άμεση ικανοποίηση των επιθυμιών και στη σπατάλη. Οι κοινωνίες της παραγωγής, όπου κυριαρχεί η εργασία, αντικαθίστανται από κοινωνίες όπου τα πρωτεία βρίσκονται στα χέρια της κατανάλωσης.

Μέσα στις κοινωνίες της κατανάλωσης τα πάντα σχεδόν καθορίζονται από μια βαθιά τάση προς την αποκομιδή, δηλαδή προς τη δημιουργία απορριμμάτων[1]. Κεντρική δραστηριότητα των ατόμων δεν είναι πια η απόκτηση και η αποταμίευση αλλά η αντικατάσταση: αγοράζουμε κάτι σχεδόν για να το πετάξουμε την αμέσως επόμενη στιγμή και να το αντικαταστήσουμε με κάτι καινούργιο. Για το λόγο αυτό ο αμερικανός κοινωνιολόγος Ντέηβιντ Ρήσμαν είχε συσχετίσει την καταναλωτική κοινωνία με την κοινωνία των ινδιάνων Κβακιούτλ που στις περίφημες γιορτές τους (πότλατς) συναγωνίζονταν μεταξύ τους στην καταστροφή του πλούτου που είχαν αποκτήσει. Μέσα στις κοινωνίες της κατανάλωσης τα εμπορεύματα παύουν να αποτελούν αξίες χρήσης και καταναλώνονται ως ενσαρκώσεις κοινωνικού κύρους. Εξού και το φαινόμενο των μαρκών: οι άνθρωποι καταναλώνουν όχι βάσει του κριτηρίου της αποδοτικότερης και ορθολογικότερης κάλυψης των υλικών αναγκών τους, αλλά αναζητώντας τα προϊόντα εκείνα που θα τους δώσουν κύρος στα μάτια των «ανταγωνιστών» τους. Οι κοινωνίες της κατανάλωσης χαρακτηρίζονται από μια βαθειά κρίση νοήματος : οι συλλογικές αξίες και τα πρότυπα αποσυντίθενται κι έτσι τα άτομα αδυνατούν να βρουν κάποιο περιεχόμενο στη ζωή τους. Πασχίζουν να καλύψουν το κενό νοήματος απ’ το οποίο υποφέρουν, προσπαθώντας να δομήσουν προσωπικές ταυτότητες μέσα από την κατανάλωση συγκεκριμένων προϊόντων και υπηρεσιών, τα οποία υποτίθεται ότι τους επιτρέπουν να «διακρίνονται» από τους καταναλωτικούς ανταγωνιστές τους. Μέσα στις σημερινές κοινωνίες, με το βαθύ πρόβλημα του προσανατολισμού και του αληθινού νοήματος της ζωής, η ίδια η κατανάλωση, η άσκοπη σπατάλη, συνιστά τη βασική ενασχόληση. Η ενασχόληση αυτή, ανίκανη εκ των πραγμάτων να γεμίσει το κενό, αποτελεί έναν τρόπο αποπροσανατολισμού ικανό να στρέψει το βλέμμα μας μακριά από αυτό που δεν είναι εκεί.

Αυτός ο τύπος κοινωνίας είναι βαθύτατα αντιοικολογικός. Πρώτον, επειδή αυξάνει σε τεράστιο βαθμό την παραγωγή, η οποία προορίζεται πλέον να καλύψει μια διογκωμένη, καθαρά καταναλωτικής φύσης ζήτηση. Η αυτοκινητοβιομηχανία Φορντ, για παράδειγμα, παρήγαγε το περίφημο μοντέλο Τ από το 1908 ως το 1927. Σήμερα, αντιθέτως, παράγονται κάθε χρόνο πάνω από 50 διαφορετικά μοντέλα αυτοκινήτων. Ταυτόχρονα, η καταναλωτική κοινωνία ευνοεί με κάθε τρόπο τη σπατάλη και την ανευθυνότητα. Οι άνθρωποι παύουν να είναι εγκρατείς και γίνονται υπερκαταναλωτικοί, πιστεύοντας ότι έτσι θα καλύψουν το κενό νοήματος που γεννά ο καπιταλισμός. Οι απλούστερες καθημερινές λειτουργίες υποτάσσονται στη γενική επιτρεπτικότητα και ανευθυνότητα: αφήνουμε τα φώτα αναμμένα, χρησιμοποιούμε το αυτοκίνητο ή το αεροπλάνο για πολύ μικρές αποστάσεις, καταναλώνουμε μαζικά προϊόντα μιας χρήσης και γενικά αδιαφορούμε για τις επιπτώσεις αυτών που κάνουμε.

Ο παραγωγισμός που είναι σύμφυτος στον καπιταλισμό βρίσκει την ιδεώδη του έκφραση μέσα στις κοινωνίες της κατανάλωσης. Είναι εξάλλου γνωστό ότι η σταδιακή δημιουργία των καταναλωτικών κοινωνιών, από τη δεκαετία του 1920, ήταν αυτή που επέτρεψε στο σύστημα να ξεπεράσει τις κρίσεις υπερπαραγωγής του: βελτίωσε το επίπεδο της ζωής της μεγαλύτερης μάζας του πληθυσμού και εξασφάλισε νέες, αυτό-αναπαραγόμενες αγορές για τα προϊόντα του.

Το πρόταγμα της από-ανάπτυξης και η αλλαγή του τρόπου ζωής μας
Όπως γίνεται προφανές, το οικολογικό πρόβλημα συνδέεται άμεσα με το μοντέλο ζωής που επικρατεί μέσα στις σημερινές καπιταλιστικές κοινωνίες, πλούσιες και αναπτυσσόμενες. Ως εκ τούτου, κάθε οικολογικό κίνημα που θέλει να είναι ειλικρινές, οφείλει να θέτει ως κεντρική του προτεραιότητα το ζήτημα μιας θεμελιακής αλλαγής του σημερινού, καταναλωτικού τρόπου ζωής και όλων όσων αυτός συνεπάγεται (ηθική της σπατάλης και της ανευθυνότητας κ.λπ.). Κάτι τέτοιο δε μπορεί να επιτευχθεί παρά μέσα από μια διαρκή και ριζική πολιτιστική κριτική : από μια κριτική, δηλαδή, που θα στοχεύει τον τρόπο ζωής και τη μορφή οργάνωσης της καθημερινότητας μέσα στις σημερινές κοινωνίες. Τα «νέα κοινωνικά κινήματα» της δεκαετίας του ’60 και του ’70, από τα οποία προέκυψε το οικολογικό κίνημα αλλά και το ρεύμα της από-ανάπτυξης, κινήθηκαν προς μια τέτοια κατεύθυνση.

Το πρόταγμα της από-ανάπτυξης, τις ιδέες του οποίου ακολουθούμε στην ανάλυσή μας, βασίζεται σε αυτή την παραδοχή. Ενδεικτικά τέτοιου είδους αλλαγών είναι τα 5 σημεία που προτείνει ο Σερζ Λατούς: μείωση, επαναχρησιμοποίηση, επισκευή, ανακύκλωση, επιβράδυνση.

1) Μείωση : οφείλουμε να περιορίσουμε τις καταναλωτικές μας ανάγκες υιοθετώντας ένα μοντέλο «εθελούσιας ολιγάρκειας». Να καταναλώνουμε λιγότερο, αλλά να ζούμε καλύτερα. Να ανακαλύψουμε δηλαδή ξανά την ποιότητα και την αξία χρήσης των προϊόντων. Οφείλουμε ακόμα να περιορίσουμε τις ανάγκες μας σε ενέργεια. Να κρίνουμε κάθε φορά αν η ενεργοβόρος δραστηριότητά μας είναι απαραίτητη. Μπορούμε π.χ. να σταματήσουμε να χρησιμοποιούμε το ασανσέρ, να χρησιμοποιούμε το ποδήλατο ως μέσο μεταφοράς, να περιορίσουμε την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, να περιορίσουμε τη χρήση του αεροπλάνου και του αυτοκινήτου για μικρές αποστάσεις, τις άσκοπες μετακινήσεις ή τις ενεργοβόρες μεταφορές καταναλωτικών αγαθών από την άλλη άκρη του πλανήτη κ.ά. Δεν χάθηκε ο κόσμος αν δεν πάμε διακοπές στην Ινδονησία ούτε αν δε φάμε μπανάνες από το Εκουαδόρ.

2) Επαναχρησιμοποίηση: οφείλουμε να περιορίσουμε τη χρησιμοποίηση υλικών μιας χρήσης. Τα υλικά συσκευασίας αποτελούν μια τεράστια πηγή παραγωγής σκουπιδιών και μια τεράστια πηγή σπατάλης. Μπορούμε να σταματήσουμε να χρησιμοποιούμε πλαστικά ποτήρια ή μπουκάλια μιας χρήσης, σακουλάκια και σακούλες μιας χρήσης, ξυραφάκια μιας χρήσης, προφυλακτικά μιας χρήσης (καλά, ας μη φτάσουμε ως εδώ).

3) Επισκευή : χάλασε το κινητό, ο υπολογιστής, το αμάξι; Πάρε άλλο? που θα πει δημιούργησε νέα απορρίμματα (λες και δεν έχουμε ήδη αρκετά), των οποίων η διαχείριση είναι πολύ δύσκολη, αφού η τοξικότητα που εκλύεται κατά την αποσύνθεσή τους είναι μεγάλη. Αλλά επίσης η αγορά καινούργιων προϊόντων αντί της επισκευής των παλιών σημαίνει κατασπατάληση υλικών, ενέργειας και εργασίας. Οπότε, μην πάρεις καινούργιο, απλά επισκεύασε το παλιό. Βέβαια, υπάρχει εδώ ένα πρόβλημα: ολόκληρη η σημερινή οικονομία, η οικονομία της καταστροφής και της σπατάλης, είναι προσανατολισμένη προς άλλη κατεύθυνση. Η επισκευή είναι ακριβότερη και δυσκολότερη από την αγορά νέου προϊόντος. Έτσι λειτουργεί η καταναλωτική κοινωνία και γι’ αυτό χρειάζεται να επεκταθεί κάθε προσπάθεια αληθινής αυτό-παραγωγής, δηλαδή κάθε προσπάθεια εξοικείωσης των καταναλωτών με την παραγωγή των προϊόντων ούτως ώστε να μπορούν οι ίδιοι, με ένα είδος αλληλοβοήθειας να επισκευάζουν ό,τι χρειάζεται να επισκευαστεί.

4) Ανακύκλωση: τα οφέλη της ανακύκλωσης είναι γνωστά. Παρ’ όλα αυτά σε πολλές περιοχές δεν υπάρχει δίκτυο ανακύκλωσης, συνεπώς η πίεση προς του δήμους να υιοθετήσουν τέτοια προγράμματα όπως επίσης και η προτίμηση ανακυκλώσιμων προϊόντων είναι απαραίτητη. Επιπλέον, η ανακύκλωση όλων των υλικών που μπορούν να ανακυκλωθούν (όχι δηλαδή μόνο του χαρτιού και του αλουμινίου) θα έδινε μια λύση και στο πρόβλημα των σκουπιδιών.

5) Επιβράδυνση: το ζήτημα της επιβράδυνσης έχει να κάνει με την υιοθέτηση ενός εντελώς διαφορετικού τρόπου ζωής. Οι ρυθμοί ζωής, υπεύθυνοι για το άγχος και το στρες που κάνουν τη ζωή στις μεγαλουπόλεις αφόρητη, οφείλουν να χαλαρώσουν. Και μπορούν να χαλαρώσουν στο πλαίσιο μιας κοινωνίας όπου δε θα μετρώνται τα πάντα με τους όρους του χρήματος και της οικονομικής αποδοτικότητας, αλλά κεντρική θέση θα διατηρεί το πρότυπο μιας ισορροπημένης ζωής με τον ελεύθερο χρόνο βασικό συστατικό της. Η ίδια η σημασία της εργασίας σε μια τέτοια κοινωνία θα μεταστρέφονταν και θα τοποθετούνταν στην πραγματική της θέση. Η μείωση των ωρών εργασίας είναι ένα απαραίτητο βήμα για τη μετάβαση από την κοινωνία της εργασίας, όπου ο άνθρωπος μετατρέπεται σε ένα ρομπότ που εργάζεται και καταναλώνει, στην κοινωνία του ελεύθερου χρόνου, όπου ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να αναπτύξει ολόπλευρα την προσωπικότητά του αποφεύγοντας τις μονοσήμαντες εμμονές. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να δώσει λύση και στο πρόβλημα της ανεργίας.

Η υιοθέτηση του προτάγματος της από-ανάπτυξης σημαίνει την υιοθέτηση μιας νέας ηθικής. Όπως υποστήριζε ο Μπούκτσιν, η επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας απαιτεί μια αντίστοιχη ηθική επανάσταση. Ο μεγάλος φιλόσοφος του Διαφωτισμού, Ιμμάνουελ Καντ πίστευε πως ένας ηθικός κόσμος μπορεί να επιτευχθεί, αν κάθε άνθρωπος συλλογίζεται πριν από κάθε πράξη του το αντίκρισμα που θα είχε η μίμησή της από όλους τους ανθρώπους. Έτσι και στη δική μας περίπτωση, το πρόταγμα το από-ανάπτυξης μας καλεί να σκεφτούμε πριν από κάθε πράξη μας το οικολογικό της βάρος. Γιατί, όπως είναι γνωστό, καθένας από μας κουβαλά στις πλάτες του το οικολογικό του αποτύπωμα, δηλαδή τη δική του συμβολή στην καταστροφή του πλανήτη. Ο σκοπός είναι ο καθένας από μας να προσπαθεί κάθε μέρα να κάνει το πέρασμά του από δω όσο το δυνατόν λιγότερο καταστροφικό. Προς αυτή την κατεύθυνση μπορούμε όλοι να επανεξετάσουμε τις καθημερινές μας συνήθειες και να κρίνουμε πόσο συντελούν στην καταστροφή του πλανήτη.

Συνεπώς, η σημασία των 5 σημείων είναι διπλή. Καταρχάς είναι «υλική»: αν ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού των πλούσιων χωρών υιοθετούσε τέτοιου είδους πρακτικές και αν αυτό το ρεύμα μπορούσε να καταστεί μια «κρίσιμη μάζα», θα μπορούσε, αν όχι να βελτιώσει την κατάσταση, τουλάχιστον να επιβραδύνει σε ουσιαστικό βαθμό την προϊούσα οικολογική καταστροφή. Η σημασία των 5 σημείων όμως είναι και «πνευματική». Έχει να κάνει με το γεγονός ότι τέτοιου είδους πρακτικές, έστω κι αν δεν τίθενται στα πλαίσια μιας επαναστατικής αλλαγής των σημερινών κοινωνιών, προπαγανδίζουν εμπράκτως ένα νέο τρόπο ζωής. Είναι δείγματα μιας κουλτούρας διαφορετικής από τη σημερινή, μιας κουλτούρας που βασίζεται στην υπευθυνότητα και εναντιώνεται στη σπατάλη.

Το πρόταγμα της από-ανάπτυξης, όπως λέει και το όνομά του, είναι ένα πολιτικό ρεύμα που υποστηρίζει την έξοδο από την ιδεολογία της ανάπτυξης και του παραγωγισμού. Με αυτό τον τρόπο στρέφεται εκ των πραγμάτων ενάντια στον καπιταλισμό και ενάντια στην κυρίαρχη θέση που δίνει αυτός στην οικονομία. Το πρόταγμα της από-ανάπτυξης υποστηρίζει την κατάργηση της παντοδυναμίας της οικονομίας και την αρμονική επανένταξη της οικονομίας, ως επιμέρους κοινωνικής σφαίρας, στο όλον των κοινωνικών δραστηριοτήτων: αντί να είναι ο άνθρωπος πιόνι της οικονομίας, η οικονομία οφείλει να ξαναμπεί στη θέση της και να γίνει εργαλείο εξασφάλισης των απαραίτητων υλικών πόρων. Διότι το ζήτημα της παντοδυναμίας της οικονομίας, την οποία ο καπιταλισμός ορθώνει σε κυρίαρχη κοινωνική δραστηριότητα που καθορίζει όλες τις υπόλοιπες, ξεπερνά κατά πολύ το ζήτημα της εκμετάλλευσης και των οικονομικών ανισοτήτων. Εκμετάλλευση και κυριαρχία των οικονομικά δυνατών επί των οικονομικά αδύναμων υπήρχαν στο 99,9{239f029635181d89655d9f5197ced0c7530b2a0cc9cbc7d1798f9f7c796b465f} των κοινωνιών. Μόνο ο καπιταλισμός όμως κατάφερε να δημιουργήσει ένα είδος κοινωνίας που τρέχει πίσω από μια σχεδόν αυτονομημένη οικονομική σφαίρα. Μόνο ο καπιταλισμός κατάφερε να δημιουργήσει έναν τύπο ανθρώπου που, ανεξαρτήτως της θέσης του στην κοινωνική ιεραρχία, ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με την παραγωγή και την κατανάλωση.

Το πρόταγμα της από-ανάπτυξης, όπως τουλάχιστον το αντιλαμβανόμαστε εμείς, βρίσκει το νόημά του στα πλαίσια μιας ριζικής και «ανθρωπολογικής» κριτικής του καπιταλισμού και της ιδεολογίας του. Από την κριτική της εκμετάλλευσης και των οικονομικών ανισοτήτων περνάμε σε μια συνολικότερη κριτική του φαντασιακού της ανάπτυξης και του παραγωγισμού. Προφανώς, μια τέτοια πολιτιστική κριτική δε μπορεί παρά να συμβαδίζει με μια πολιτική κριτική κι έναν αγώνα που μάχεται για την κατάργηση του καπιταλιστικού συστήματος και την προσπάθεια δημιουργίας μιας αυτόνομης κοινωνίας όπου θα επικρατεί η οικονομική, πολιτική και κοινωνική ισότητα. Όπως έχει πει κι ο Μ. Μπούκτσιν, «ο ιεραρχικός τρόπος του σκέπτεσθαι και αισθάνεσθαι είναι πρόξενος μεγάλων συμφορών στην κοινωνία και απειλεί σήμερα να καταστρέψει ολόκληρο τον πλανήτη. Εμείς επιμένουμε πως το οικολογικό πρόβλημα, η αποσύνθεση του περιβάλλοντος έχουν κοινωνική προέλευση. Η στάση της κυριαρχίας πάνω στη φύση πηγάζει από την κοινωνική μας οργάνωση. Εάν θέλουμε να ζήσουμε αρμονικά με τη φύση πρέπει να εναρμονίσουμε τις σχέσεις μεταξύ μας και να εξαλείψουμε την ιεραρχία» (Μ. Μπούκτσιν, Τι είναι Κοινωνική Οικολογία, μτφρ. Μ. Κορακιανίτης, Αθήνα, Βιβλιοπέλαγος, 2000, σσ. 79-80).

Ωστόσο έχει σημασία να επιμείνουμε και στο πολιτιστικό κομμάτι της αντικαπιταλιστικής κριτικής. Όπως είδαμε, οι καταναλωτικές κοινωνίες που δημιουργεί ο καπιταλισμός χαρακτηρίζονται από μια βαθειά κρίση νοήματος και προσανατολισμού, συνέπεια της διάδοσης του ατομικισμού και της καταναλωτικής κουλτούρας. Οι κυρίαρχες αξίες και σημασίες της κοινωνίας παραπαίουν και οι άνθρωποι προσπαθούν να γεμίσουν το κενό που νιώθουν, καθώς δεν έχουν κάποιο συλλογικό σημείο αναφοράς για να πιαστούν, μέσω της κατανάλωσης και του shopping therapy. Το πρόταγμα της από-ανάπτυξης, με τη βαρύτητα που δίνει στον ζήτημα της κουλτούρας και του τρόπου ζωής, μπορεί να σκιαγραφήσει και μια προσπάθεια απάντησης στο κενό νοήματος και τον αποπροσανατολισμό που επιφέρει ο καπιταλισμός. Οι αξίες που ενσαρκώνονται στα 5 σημεία, που αναλύσαμε παραπάνω, μπορούν να ειδωθούν ως ενδείξεις μιας νέας, δημοκρατικής κουλτούρας, που θα μπορούσε να καλύψει το πνευματικό κενό μιας κοινωνίας που τρέφεται με τη συντηρούμενη έλλειψη ικανοποίησης που γεννά ο καταναλωτισμός και ο ατομικισμός. Η αποκατάσταση μιας ισόρροπης σχέσης με τη φύση μπορεί και οφείλει να συνδυαστεί με μια αντίστοιχη αλλαγή στις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους. Έτσι, μια κοινωνία της από-ανάπτυξης θα ήταν μια κοινωνία συμβιωτική, μια κοινωνία περισσότερο ειρηνική όπου θα προσπαθούσαμε να λύνουμε τις διαφορές μας με δημοκρατικά μέσα, με το διάλογο, τη διαβούλευση και την αμοιβαία υποχωρητικότητα που επιτάσσει η ανεκτικότητα.

Από-ανάπτυξη, πράσινος καπιταλισμός, πολιτική οικολογία

Για εμάς η σημασία του προτάγματος της από-ανάπτυξης έγκειται στο ότι ασκεί ορθή κριτική στην ιδεολογία του πράσινου καπιταλισμού ή της βιώσιμης ανάπτυξης, ενώ, την ίδια στιγμή, αποφεύγει τις προβληματικές πλευρές άλλων οικολογικών ρευμάτων.

Αντιμέτωποι με την πρωτοφανή οικολογική κρίση στην οποία έχει οδηγήσει ο καπιταλισμός, οι πιο σκεπτόμενοι από τους υποστηρικτές του προωθούν την ιδέα του πράσινου καπιταλισμού. Μιας μορφής καπιταλισμού, με άλλα λόγια, που όχι μόνο θα ενσωματώσει φιλικές προς το περιβάλλον πολιτικές αλλά θα βασίσει και την περαιτέρω εξέλιξή του στη λεγόμενη «πράσινη ανάπτυξη». «Η κλιματική αλλαγή και η ενεργειακή ασφάλεια ωθούν τη βιομηχανία προς τα εμπρός» διαβάζουμε σε σχετικό αφιέρωμα μεγάλης αμερικανικής εφημερίδας (International Herald Tribune, 6.11.2008). Συγγραφείς, παράλληλα, σαν το Τζέρεμι Ρίφκιν, υποστηρίζουν ότι η ευρεία εφαρμογή των λεγόμενων πράσινων –ή φιλικών προς το περιβάλλον- τεχνολογιών θα αποτελέσει τη νέα τεχνολογική επανάσταση που θα γίνει κινητήρας μιας νέας φάσης οικονομικής ανάπτυξης του καπιταλισμού. Στο ίδιο μοτίβο, αλλά με διαφορετικό φυσικά πολιτικό προσανατολισμό, κινούνται και ορισμένες σοσιαλδημοκρατικές προσεγγίσεις, που, στα πλαίσια του πιο εξανθρωπισμένου και κοινωνικά ευαίσθητου καπιταλισμού που προτείνουν, ενσωματώνουν και την απαίτηση μιας βιώσιμης ανάπτυξης. Ειδικά μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008 και τις συζητήσεις για τον τρόπο διεξόδου από την ύφεση, πολλοί έχουν υποστηρίξει την ιδέα ενός «πράσινου New Deal», παρακινούμενοι ενδεχομένως και από τις διακηρύξεις του Ομπάμα ότι θα διαθέσει κομμάτι του οικονομικού πακέτου ενίσχυσης σε «πράσινες» επενδύσεις.

Όπως είναι προφανές, μια προσέγγιση που ακολουθεί το πρόταγμα της από-ανάπτυξης δε μπορεί παρά να είναι αντίθετη σε κάθε μορφή διαιώνισης του σημερινού συστήματος που βασίζεται στη λογική της ανάπτυξης και του παραγωγισμού. Το πρόταγμα της από-ανάπτυξης υποστηρίζει το σταδιακό μηδενισμό της οικονομικής ανάπτυξης και όχι την επιδίωξη μιας ανάπτυξης άλλου τύπου, ακόμα κι αν πράγματι θα μπορούσε να είναι βιώσιμη. Κι αυτό, διότι, όπως είδαμε, το πρόταγμα της από-ανάπτυξης δίνει μεγάλη σημασία στο ζήτημα της κουλτούρας και των αξιών μιας κοινωνίας. Αυτό που τελικά έχει σημασία δεν είναι μόνο να σωθεί ο πλανήτης και να αποφευχθεί το επερχόμενο οικολογικό κραχ. Ακόμα κι αν μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε ότι κάτι τέτοιο δε θα συνέβαινε, οι σημερινές κοινωνίες είναι αντιμέτωπες με ένα εξίσου σοβαρό «ανθρωπολογικό» κραχ : με την καταστροφή του ανθρώπινου όντος και τη μετατροπή του σε ον της κατανάλωσης και της παραγωγής, η οποία συντελείται μέσα στις καταναλωτικές κοινωνίες. Όσο η λογική της ανάπτυξης δεν αμφισβητείται, δε γίνεται να ανακοπεί η πορεία προς την καταναλωτικοποίηση της κουλτούρας και του ανθρώπου. Σε τελική ανάλυση, η ιδεολογία του οικοκαπιταλισμού και της πράσινης ανάπτυξης δεν είναι παρά μια προσπάθεια να διαιωνιστεί ο καταναλωτισμός, μέσω της δημιουργίας μιας καταναλωτικής κοινωνίας φιλικής προς το περιβάλλον[2]. Ακόμα κι αν κάτι τέτοιο ήταν δυνατόν, εμείς θα ήμασταν αντίθετοι με μια τέτοια κοινωνία, καθώς η επαναστατική πολιτική οικολογία οφείλει να θέτει μαζί το ζήτημα του περιβάλλοντος και το ζήτημα του ανθρώπινου όντος.

Κατόπιν τούτων, η θέση που νομίζουμε ότι θα πρέπει να υιοθετεί μια ριζοσπαστική πολιτική απέναντι στις πρακτικές και την ιδεολογία του πράσινου καπιταλισμού είναι περίπου η εξής: στο «πρακτικό» και «υλικό» επίπεδο στηρίζουμε ορισμένα μέτρα που μπορεί έστω και στο ελάχιστο να περιορίζουν την περιβαλλοντική υποβάθμιση, απορρίπτοντας παράλληλα λύσεις όπως η προώθηση της πυρηνικής ενέργειας, τα βιοκαύσιμα κ.λπ. Σε αυτό το πρώτο επίπεδο, το οποίο αναφέρεται στην επιβίωση του πλανήτη, δεν πρέπει να μας ενδιαφέρει αν τα «πράσινα» μέτρα αμφισβητούν ή όχι το καταναλωτικό φαντασιακό ή αν μετατρέπουν το περιβάλλον σε μια «μεγάλη επιχείρηση»[3]. Όλα αυτά, που είναι γενικά αληθή, δεν αναιρούν ότι στο άμεσα πρακτικό επίπεδο αρκετά από τα «πράσινα» μέτρα έχουν θετική επίδραση. Ταυτόχρονα όμως, υπάρχει και το «πνευματικό» ή «πολιτιστικό» επίπεδο. Πρόκειται για το επίπεδο της κουλτούρας και των αξιών της κοινωνίας. Σε αυτό το επίπεδο οφείλουμε να ασκούμε σφοδρή κριτική στις λογικές του πράσινου καπιταλισμού, με το επιχείρημα ότι ουσιαστικά αναζητούν τη διαιώνιση της καταναλωτικής κοινωνίας, μέσω της εξασφάλισής της απέναντι στον οικολογικό κίνδυνο.

Αυτή η «διπλή» στάση μας επιτρέπει να αποφύγουμε ένα βασικό λάθος στο οποίο υποπίπτει μεγάλο μέρος των προσεγγίσεων της πολιτικής οικολογίας. Στην πλειονότητά τους αυτές οι προσεγγίσεις δεν αποδίδουν την απαραίτητη σημασία στην κριτική του τρόπου ζωής των ίδιων των ατόμων. Παραβλέπουν ότι μέσα στις καταναλωτικές κοινωνίες έχει συντελεστεί μια ουσιαστική βελτίωση των υλικών συνθηκών ζωής του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού, η οποία καθιστά, πλέον, τους καταναλωτές κινητήρια δύναμη της οικονομικής ανάπτυξης. Κι έτσι στρέφουν την κριτική τους κυρίως στις πολυεθνικές εταιρίες και τα κράτη. Με αυτό τον τρόπο όμως δεν αντιλαμβάνονται τη σημασία της πολιτιστικής κριτικής του τρόπου ζωής, ακόμα και στο απλό καθημερινό επίπεδο. Γι’ αυτές τις προσεγγίσεις το ζητούμενο δεν είναι τόσο να αλλάξει, έστω και στο ελάχιστο, ο σπάταλος και ανεύθυνος τρόπος ζωής του μέσου σημερινού ανθρώπου, επειδή θεωρούν ότι το πρόβλημα είναι η κυριαρχία που ασκούν οι πολυεθνικές πάνω στη φύση και πάνω στους ανθρώπους. Οι άνθρωποι δηλαδή γίνονται αντιληπτοί αποκλειστικά και μόνο ως θύματα των κυρίαρχων στρωμάτων κι όχι ως ενεργοί μέτοχοι, μέσω της καταναλωτικής τους συμπεριφοράς, στην περιβαλλοντική υποβάθμιση. Γι’ αυτούς τους λόγους τα εν λόγω οικολογικά ρεύματα παραμένουν προσκολλημένα στο ξεπερασμένο σχήμα της αντίθεσης ανάμεσα στο ρεφορμισμό και την επανάσταση.

Από τη στιγμή που θεωρούμε ότι το πρόβλημα και οι αντιφάσεις του καπιταλισμού δεν είναι απλώς οικονομικές, αλλά ανθρωπολογικές και οικολογικές, το ζήτημα να επιλέξουμε ανάμεσα στο ρεφορμισμό και την επανάσταση δεν έχει νόημα. Είναι προφανές και αυτονόητο ότι μια πραγματική λύση των ουσιαστικών προβλημάτων των σημερινών κοινωνιών –και ειδικότερα του οικολογικού, το οποίο μας απασχολεί απόψε- θα προέλθει μόνο μέσα από την ανατροπή του καπιταλισμού και από την αντικατάστασή του από ένα άλλο είδος κοινωνίας, δημοκρατικής και αντικαταναλωτικής. Κάτι τέτοιο όμως δε μας εμποδίζει σε καμία περίπτωση να υποστηρίζουμε οποιοδήποτε μέτρο που ενδεχομένως βελτιώνει την κατάσταση και περιορίζει, έστω και ελάχιστα, την προϊούσα οικολογική κατάρρευση. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο σε εποχές σαν τη σημερινή, όπου δεν υπάρχει κανένα πραγματικό επαναστατικό κίνημα με ουσιαστική κοινωνική βάση.
Αυτό που χρειάζεται, και άμεσα μάλιστα, είναι να ξεκινήσουμε να υιοθετούμε απλές και καθημερινές αλλαγές στον τρόπο ζωής μας, προωθώντας ένα μοντέλο ζωής λιγότερο σπάταλο και ανεύθυνο. Πρόκειται για μια προσπάθεια που εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της απόπειρας να απεμπλακούμε από τα πλοκάμια της καταναλωτικής κουλτούρας μέσα στην οποία έχουμε ανατραφεί, προσπάθεια που αποτελεί, με τη σειρά της, μέρος του συνολικότερου αγώνα για τη δημιουγία μιας κοινωνίας αυτόνομης και δημοκρατικής.
______________
[1] Βλ. τις σχετικές αναλύσεις του Z. Bauman, Ζωή για κατανάλωση, μτφρ. Γ. Καράμπελας, Αθήνα, Πολύτροπον, 2008 και του Ε. Αρανίτση, «Οι περιπέτειες του αιτήματος», «Για να μην είσαι ό,τι τρως», 7 της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, 29.3.2009 και 12.4.2009 αντίστοιχα.

[2] Βλ. σχετικά το άρθρο του Ρ. Φικς, «Από την κριτική του καταναλωτισμού στην πολιτική καταναλωτή», περ. Μάγμα, τ. 4, Ιούνιος 2009, σσ. 42-46.

[3] Ρ. Μαντότο, Οικοκαπιαλισμός. Το περιβάλλον ως μεγάλη επιχείρηση, μτφρ. Κ. Μαράκα, Αθήνα, Στάχυ, 1996.

———————————–
Πηγή: http://autonomyorbarbarism.blogspot.com/2009/06/blog-post_13.html

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...

Αφήστε μια απάντηση