Απο ανάπτυξη και νησιωτικό περιβάλλον

Του Θανάση Πολλάτου

Δύο από τους σημαντικότερους πολιτικούς στοχαστές του 20ού αιώνα, ο Μάρεϊ Μπούκτσιν και ο Κορνήλιος Καστοριάδης είχαν από πολύ νωρίς επισημάνει την πολυπλοκότητα του οικολογικού προβλήματος. Πιο συγκεκριμένα, είχαν αναδείξει το ρίζωμα του προβλήματος μέσα στο καπιταλιστικό φαντασιακό αποκαλύπτοντας με τον τρόπο αυτό μερικές πτυχές της καπιταλιστικής διάρθρωσης της κοινωνίας που είχαν μείνει ως τις μέρες τους στο σκοτάδι. Ο καπιταλισμός έτσι γίνεται όχι μόνο το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα που γεννά και αναπαράγει την εκμετάλλευση, αλλά και το σύστημα εκείνο που καταστρέφει τον ίδιο τον πλανήτη κάνοντας τη ζωή πάνω σ’ αυτόν ολοένα και δυσκολότερη. Στον πυρήνα του καπιταλισμού δε συναντάμε μονάχα την τάση της διαιώνισης της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από άνθρωπο, αλλά και την τάση της εκμετάλλευσης της φύσης από τον άνθρωπο. Ο καταναλωτισμός, το κυνήγι του κέρδους, ο ανταγωνισμός, η ιδεολογία της ανάπτυξης, η λογική του βραχυπρόθεσμου, η οικονομία της σπατάλης δεν αποτελούν παράπλευρα φαινόμενα αλλά δομικά στοιχεία ενός συγκεκριμένου τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας. Σε αυτόν τον τρόπο οργάνωσης οφείλεται η καταστροφή της φύσης, η υπερθέρμανση του πλανήτη και η κλιματική αλλαγή, η μόλυνση του εδάφους, της ατμόσφαιρας και των υδάτων, η εντατικοποίηση της γεωργίας και τα επακόλουθά της (γενετικά τροποποιημένα ή νοθευμένα τρόφιμα, επιβαρημένα με φυτοφάρμακα και ορμόνες), η αποψίλωση των δασών και ένα σωρό άλλο λόγοι που προκαλούν καθημερινά την απώλεια ανθρωπίνων ζωών (καρκίνοι, καρδιαγγειακά νοσήματα οφειλόμενα στα διατροφικά πρότυπα, στο άγχος και το στρες κ.λπ.) και υποβαθμίζουν την ποιότητα ζωής ακόμα και των πιο προνομιούχων.

Από τα παραπάνω προκύπτει πως το οικολογικό πρόβλημα την οξύτητα του οποίου ανακαλύπτουμε κάθε μέρα και περισσότερο ριζώνει τόσο βαθιά μέσα σε αυτό που οι σημερινές κοινωνίες είναι, που θα χρειαστούν πολύ βαθιές τομές για να το αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά. Μερικές από τις πιο βαθιές αλλαγές πρέπει να γίνουν στον ίδιο τον τύπο ανθρώπου που οι κοινωνίες αυτές παράγουν, σε αυτό που όλοι μας είμαστε. Η αντιμετώπιση της οικολογικής κρίσης οφείλει να στοχεύσει σε ένα βαθύ μετασχηματισμό της κοινωνίας και σε ένα πιθανόν ακόμα βαθύτερο μετασχηματισμό του ανθρωπίνου υποκειμένου, όπως αυτό κατασκευάζεται τους τελευταίους δυο τρεις αιώνες. Στη βάση αυτού του μετασχηματισμού βρίσκεται η εγκατάλειψη της ιδεολογίας της οικονομικής ανάπτυξης και η συνειδητοποίηση του γεγονότος πως είναι λογικά αδύνατον να απομυζούμε απεριόριστα έναν πλανήτη με περιορισμένους πόρους και να επενδύουμε την ευτυχία μας στην απόκτηση ολοένα και περισσότερων αγαθών. Η υπέρβαση αυτής της καταστροφικής ιδεολογίας αποτελεί τη βασική επιδίωξη του προτάγματος της απο-ανάπτυξης. Η ριζοσπαστική αυτή τάση του οικολογικού κινήματος επεξεργάζεται και προτείνει ένα νέο μοντέλο κοινωνίας βασισμένο σε νέες αξίες: τις αξίες τις αρμονικής συνύπαρξης με τη φύση, της εθελούσιας ολιγάρκειας, της συμβιωτικότητας, της άρσης των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων και της άμεσης δημοκρατίας.

Χρειάζεται ένα νέο πλαίσιο αξιών που θα καθορίζουν τη σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον και τη σχέση του ανθρώπου με τους γύρω του. Όσον αφορά το ζήτημα της ανάπτυξης, οφείλουμε να εγκαταλείψουμε τη φενάκη της απεριόριστης οικονομικής μεγέθυνσης για χάρη μιας πιο ισορροπημένης κοινωνίας που θα παράγει όσα έχει πραγματικά ανάγκη, που θα εργάζεται λιγότερο για να παράγει και να καταναλώνει λιγότερο. Ουσιαστικά δεν πρόκειται για μια ελεύθερη επιλογή, αλλά για μια αναγκαιότητα: ενόψει του επερχόμενου οικολογικού κραχ οι δείκτες ανάπτυξης (χονδρικά η αύξηση του ΑΕΠ) και κατανάλωσης πρέπει να παραμείνουν στα χαμηλά επίπεδα που τους οδήγησε η οικονομική κρίση, χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει ότι το κόστος της κρίσης πρέπει να το επωμιστούν οι ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες. Αντιθέτως, από το στρατόπεδο της αποανάπτυξης έχουν προταθεί εδώ και πολλά χρόνια λύσεις όπως η θεσμοθέτηση εγγυημένου επαρκούς εισοδήματος για όλους, ο περιορισμός της ψαλίδας μεταξύ του ανώτερου και του κατώτερου μισθού,  η δωρεάν πρόσβαση σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες. Πέρα απ’ αυτά όμως υπάρχουν και προτάσεις για πράγματα που θα μπορούσε να κάνει ο καθένας στην καθημερινή του ζωή για να βελτιώσει της κατάσταση, αλλά και για να ενσαρκώσει ένα μοντέλο εναλλακτικού τρόπου ζωής. Ο Σερζ Λατούς στο βιβλίο του Το στοίχημα της απο-ανάπτυξης έχει συμπυκνώσει μερικές από τις ιδέες που έχουν προταθεί από το οικολογικό κίνημα στις διάφορες αποχρώσεις του και που μπορούν να συμβάλλουν άμεσα στη διάσωση του πλανήτη:

1) Μείωση: περιορισμός της καταναλωτικής νοοτροπίας και ξεπέρασμα της κοινωνίας της σπατάλης αγαθών, εργασίας, ενέργειας κ.λπ.
2) Επαναχρησιμοποίηση: περιορισμός της εξάπλωσης υλικών μιας χρήσης, υλικών συσκευασίας κ.λπ. Εξάντληση της διάρκειας ζωής των αντικειμένων.
3) Επισκευή: προσπάθεια επιμήκυνσης της διάρκειας ζωής των αντικειμένων μέσω της επισκευής τους με σκοπό (μεταξύ άλλων) τον περιορισμό του όγκου των απορριμμάτων –τον ίδιο στόχο εξυπηρετούν και η μείωση και η επαναχρησιμοποίηση.
4) Ανακύκλωση: ανακύκλωση όλων των ανακυκλώσιμων υλικών, κομποστοποίηση οργανικών απορριμμάτων κ.λπ.
5) Επιβράδυνση: χαλάρωση των ρυθμών, μείωση των ωρών εργασίας και υιοθέτηση ενός εντελώς διαφορετικού τρόπου ζωής που θα βασίζεται περισσότερο στην ποιότητα και λιγότερο στην ποσότητα, περισσότερο στον ελεύθερο χρόνο και λιγότερο στην εργασία.
6) Επανεντοπισμός: αναζωογόνηση των τοπικών κοινοτήτων σε όλα τα επίπεδα. Θα σταθούμε λίγο παραπάνω στο ζήτημα του επανεντοπισμού καθώς αυτό σχετίζεται άμεσα με το νησιωτικό περιβάλλον στο οποίο δε θα είναι υπερβολή να ισχυριστούμε ότι βρίσκει και την καλύτερη αλλά και πιο επείγουσα εφαρμογή του. Ο επανεντοπισμός είναι επιθυμητός και απαραίτητος για διάφορους λόγους.

Πρώτα απ’ όλα, από πολιτικής άποψης. Στις μικρές κοινότητες ή στις γειτονιές των μεγαλύτερων πόλεων είναι δυνατόν να εφαρμοστούν μοντέλα άμεσης, συμμετοχικής δημοκρατίας σαν κι αυτά που προτείνονται από όλες σχεδόν τις τάσεις της πολιτικής οικολογίας. Με τον τρόπο αυτό επανανοηματοδοτείται η έννοια του πολίτη που μπορεί να λαμβάνει ο ίδιος, στα πλαίσια τοπικών συνελεύσεων και χωρίς αντιπροσώπους, αποφάσεις για την ίδια τη ζωή του και να προωθεί τις λύσεις των προβλημάτων που ο ίδιος γνωρίζει καλύτερα από κάθε κεντρική πολιτική εξουσία. Έτσι, αποκτά νόημα η ίδια η έννοια της πολιτικής ελευθερίας η οποία συνίσταται σύμφωνα με τον ορισμό της Χάννα Άρεντ ακριβώς σε αυτό, στην αυτοπρόσωπη συμμετοχή όλων στην πολιτική ζωή. Σε αυτή την κλίμακα γίνεται άλλωστε εφικτό να ελέγχονται οι εξουσίες, να μην καταστρατηγείται η θεμελιώδης διάκρισή τους, να μην παγιώνονται εντολοδόχοι της γενικής βούλησης και συνεπώς να περιορίζονται φαινόμενα πολιτικής αλαζονείας, αναξιοκρατίας και διαφθοράς. Ένα αποκεντρωμένο πολιτικό σύστημα όπως αυτό είναι ικανό να εξασφαλίσει και πιο ορθολογική διαχείριση της εξουσίας και πιο αποδοτικό έλεγχο και μεγαλύτερο σεβασμό της αξίας όλων ανεξαιρέτως των πολιτών των οποίων η γνώμη επιτέλους θα εισακούεται.

Στη συνέχεια, ο επανεντοπισμός σημαίνει την αναζωογόνηση των τοπικών οικονομιών και την εστίαση της κατανάλωσης σε προϊόντα που παράγονται και καταναλώνονται τοπικά. Αυτό έχει πολλές θετικές συνέπειες ξεκινώντας από τη βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων, την καθιέρωση δίκαιων τιμών και βιώσιμων συνθηκών εργασίας για τον παραγωγό, αφού ο σεβασμός παραγωγού και καταναλωτή θα είναι αμοιβαίος στα πλαίσια μιας μικρής κοινότητας όπου οι ιδιότητες του ενός και του άλλου δε θα διαχωρίζονται όπως συμβαίνει σήμερα. Έπειτα, με μια τέτοια ρύθμιση της οικονομίας με έμφαση στη μικρή κλίμακα, η τοπική κοινωνία θα γνώριζε μια ισόρροπη και βιώσιμη ανάπτυξη και θα αντιμετωπίζονταν ευκολότερα φαινόμενα όπως η αύξηση της ανεργίας, η κερδοσκοπία κ.ά. Επίσης, με τον τρόπο αυτό (και σε συνδυασμό με τη μείωση) θα περιορίζονταν οι ενεργοβόρες και ρυπογόνες μεταφορές καταναλωτικών προϊόντων από τη μία άκρη του πλανήτη στην άλλη.
Στο πεδίο της ενέργειας ο επανεντοπισμός θα επέτασσε την ενεργειακή αυτάρκεια κάθε κοινότητας μέσω της εκμετάλλευσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Σε αυτή τη βάση θα επιτυγχάνονταν και η ίδια η μείωση των ενεργειακών αναγκών μέσω της δημιουργίας πιο υπεύθυνων καταναλωτών που θα αναλογίζονταν πριν καταναλώσουν το περιβαλλοντικό κόστος της παραγωγής ενέργειας. Κανένας δε θα υποστήριζε για παράδειγμα τη ρυπογόνα καύση μαζούτ ή λιθάνθρακα ή τη δημιουργία πυρηνικών εργοστασίων για την παραγωγή ενέργειας τη στιγμή που οι ρύποι θα έπνιγαν τον ίδιο και το ενδεχόμενο ενός πυρηνικού ατυχήματος θα απειλούσε  τον ίδιο και όχι μια «μακρινή» πόλη ή χώρα, όπως συμβαίνει σήμερα. Η αρχή της αυτάρκειας θα χρειαζόταν να εφαρμοστεί και σε άλλες περιπτώσεις όπως σε εκείνη της εξεύρεσης και διαχείρισης των υδάτινων πόρων. Ιδιαιτέρως στο κυκλαδίτικο περιβάλλον όπου οι υδάτινοι πόροι είναι πολύ περιορισμένοι και με δεδομένο το περιβαλλοντικό κόστος της αφαλάτωσης θαλασσινού νερού, χρειάζεται κατ’ αρχήν να περιοριστεί η σπατάλη και στη συνέχεια να εξευρεθούν τρόποι αντιμετώπισης του προβλήματος που θα είναι φιλικοί προς το περιβάλλον. Εξυπακούεται πως  ο επανεντοπισμός προϋποθέτει και τη δημιουργία τοπικών υποδομών υγείας, ψυχαγωγίας, εκπαίδευσης κ.λπ. που αποτελούν απαραίτητες συνθήκες για την ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών.

Προϋποθέτει επίσης την εγκατάλειψη του μοντέλου της άγριας τουριστικής ανάπτυξης που εφαρμόζεται τις τελευταίες δεκαετίες στα νησιά του Αιγαίου. Το μοντέλο αυτό αποτελεί κατεξοχήν ενσάρκωση μιας απολύτως ανισόρροπης και καταστροφικής για το περιβάλλον και τον άνθρωπο νοοτροπίας που εμπορευματοποιεί και κατασπαράζει τα πάντα στο όνομα του βραχυπρόθεσμου κέρδους. Οι εργαζόμενοι εξουθενώνονται, οι θάλασσες μολύνονται, οι παραλίες και οι δημόσιοι χώροι εκποιούνται, ενέργεια και φυσικοί πόροι κατασπαταλιούνται, η ηχορρύπανση εξαπλώνεται, τα βουνά χτίζονται και ολόκληρο το φυσικό περιβάλλον βιάζεται στο όνομα μιας τουριστικής βιομηχανίας που μετά από δυο μήνες αδηφάγου εκμετάλλευσης των πάντων από τους πάντες αφήνει πίσω της μόνο συντρίμμια. Αφήνει πίσω νησιά που ερημώνουν το χειμώνα και των οποίων οι λιγοστοί κάτοικοι δεν έχουν πρόσβαση ούτε στα πιο στοιχειώδη αγαθά, κατεστραμμένο φυσικό περιβάλλον και ερείπια ανάλογα με εκείνα των πόλεων-φαντασμάτων της άγριας Δύσης. Οι δε παραθεριστές επιστρέφουν στην αφόρητη καθημερινότητα των μεγαλουπόλεων επενδύοντας όλους τους πόθους τους στις δύο βδομάδες διακοπών του επόμενου έτους οπότε και θα κάνουν ό,τι δεν έκαναν ολόκληρο το χρόνο. Φυσικά, οι παράπλευρες απώλειες σε έναν αγώνα εκτόνωσης κάθε καταπίεσης και αλλοτρίωσης που υφίσταται κανείς έναν ολόκληρο χρόνο δεν είναι σπάνιες. Βιασμοί, καβγάδες, ξυλοδαρμοί, δολοφονίες από μπράβους, αυτοκινητιστικά ατυχήματα, δηλητηριάσεις από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, ολοκληρώνουν το σκηνικό του “live your myth in Greece” που στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά ένας πόλεμος όλων εναντίον όλων, δηλαδή ένας πόλεμος του ανθρώπου εναντίον του ίδιου του του εαυτού.

Όλα τα παραπάνω φυσικά δε στοχεύουν στη δημιουργία μιας κλειστής, ξενόφοβης, τοπικιστικής  κοινωνίας που θα αντιμετωπίζει με επιφύλαξη ό,τι έρχεται απ’ το εξωτερικό της και θα κοκορεύεται βλακωδώς για την πολιτιστική της κληρονομιά ή την αυτάρκειά της. Οι αξίες της ανεκτικότητας, του σεβασμού της διαφορετικότητας, της πολυπολιτισμικότητας και των ανοιχτών οριζόντων είναι εδώ και δεκαετίες βασικές αξίες του οικολογικού κινήματος.

Σε μια σχετικά πρόσφατη συνέντευξή του στη γαλλική εφημερίδα Λιμπερασιόν, ο πολιτικός επιστήμων και υποστηρικτής της αποανάπτυξης Πωλ Αριές, υποστηρίζει πως η αποανάπτυξη έχει να κάνει κυρίως με την επανανακάλυψη των ορίων. Των ορίων που η ίδια η φύση θέτει στον άνθρωπο και των ορίων που ο άνθρωπος οφείλει να θέτει στον εαυτό του. Στο πρώτο επίπεδο και ιδιαίτερα στο νησιωτικό περιβάλλον, πρόκειται για αυτό που οι περιβαλλοντολόγοι ονομάζουν «φέρουσα ικανότητα» ενός τόπου και το οποίο αντιστοιχεί στη ντε φάκτο ικανότητα της φύσης να ανταποκριθεί στις εκμεταλλευτικές μας αξιώσεις. Η συναίσθηση των ορίων είναι σε κάθε περίπτωση ικανός και απαραίτητος γνώμονας των σημαντικών αποφάσεων που οφείλουν να λάβουν οι κοινωνίες και που αφορούν την αλλαγή πλεύσης τους ούτως ώστε να αποφύγουν το οικολογικό κραχ.

Από την άλλη, καθώς η αποανάπτυξη είναι ένα κίνημα που μόλις ξεκίνησε να αναπτύσσεται, δε λείπουν στο εσωτερικό της ο πλουραλισμός των απόψεων και οι διάφορες αποχρώσεις ριζοσπαστικότητας. Αυτό που έχει όμως για μας σημασία είναι να προκαλέσουν οι ιδέες της αποανάπτυξης έναν δημιουργικό διάλογο στο εσωτερικό του οικολογικού κινήματος και σε ολόκληρη την κοινωνία, να  προκαλέσουν την ανάδυση ερωτημάτων σχετικών με το συνολικό μας προσανατολισμό και να αποδομήσουν ιδέες-ταμπού, όπως η ιδεολογία της ανάπτυξης, ο παραγωγισμός κ.λπ. Ένας κίνδυνος, για τον οποίο μπορούμε να διδαχθούμε πολλά από την περιπέτεια της αριστεράς στον 20ό αιώνα, είναι ο κίνδυνος του σεχταρισμού και του στείρου αρνητισμού απέναντι σε προτάσεις που δεν προέρχονται από το σκληρό πυρήνα του δικού μας ιδεολογικού οπλοστασίου. Όσο όμως μια κουλτούρα συνεργασίας είναι εγγεγραμμένη στη νοοτροπία της πολιτικής οικολογίας και των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, μπορούμε να ελπίζουμε πως η αρχή της συμβιωτικότητας θα θριαμβεύσει επιτρέποντας σε φαινομενικά αντικρουόμενες προτάσεις («ριζοσπαστικές» και «ρεφορμιστικές») να ανακαλύψουν την κοινή ρίζα των αμφίπλευρα καλών τους προθέσεων μπολιάζοντας η μία την άλλη· συνθέτοντας δηλαδή τον ουτοπισμό με τον πραγματισμό, μετακινώντας μεθοδικά το όριο του πραγματιστικά εφικτού ολοένα και πιο κοντά στην ουτοπία.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...

Αφήστε μια απάντηση