Κοινωνικός πόλεμος

Του IGNACIO RAMONET

Μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 και τον πόλεμο του Αφγανιστάν, οι πολίτες νιώθουν βυθισμένοι σε έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η πολιτική βία και η τρομοκρατία. Με φριχτές εικόνες και απίστευτες μαρτυρίες, τα μέσα ενημέρωσης σκορπάνε τον τρόμο παρουσιάζοντας φρικτές τρομοκρατικές ενέργειες, δολοφονικές εκρήξεις, θεαματικές ομηρίες.

Δεν περνάει πια ούτε μια βδομάδα χωρίς να χυθεί αίμα από το Ισραήλ ώς το Μπαλί, από την Υεμένη ώς την Παλαιστίνη. Μας δίνουν την εντύπωση ότι η λαίλαπα της παγκόσμιας σύγκρουσης -«ο πόλεμος ενάντια στη διεθνή τρομοκρατία»-, ακόμη πιο άγριας από τις προηγούμενες, σαρώνει τον πλανήτη. Λαίλαπα της οποίας ο πιθανός αμερικανικός πόλεμος ενάντια στο Ιράκ είναι μόνο ένα απλό επεισόδιο.

Η εντύπωση αυτή είναι λανθασμένη. Αντίθετα με τα φαινόμενα, η πολιτική βία δεν υπήρξε ποτέ τόσο ήπια. Οι εξεγέρσεις και οι πολιτικές επαναστάσεις, οι πόλεμοι και οι συγκρούσεις σπάνια υπήρξαν τόσο λιγοστοί. Όσο κι αν δεν αρέσει στα μέσα ενημέρωσης, ο κόσμος είναι ήρεμος, ήσυχος, ευρέως φιλειρηνικός.

Για να πειστεί κανείς αρκεί να συγκρίνει το σημερινό γεωπολιτικό τοπίο με αυτό προ τριάντα χρόνων.

Το σύνολο σχεδόν των ριζοσπαστικών ομάδων διαμαρτυρίας, οπαδών του ένοπλου αγώνα, έχει εξαφανιστεί. Και οι περισσότερες μεγάλης και μικρής έντασης συγκρούσεις, οι οποίες σε όλες τις ηπείρους προκαλούσαν κάθε χρόνο δεκάδες χιλιάδες νεκρών, έχουν τελειώσει.

Όλες σχεδόν οι πυρκαγιές που είχε ανάψει η μαρξιστική προοπτική για έναν καλύτερο κόσμο έσβησαν. Μένουν, μόλις, σε παγκόσμιο επίπεδο, δέκα περίπου εστίες βίας: η Κολομβία, η χώρα των Βάσκων, η Τσετσενία, η Μέση Ανατολή, η Ακτή Ελεφαντοστού, το Σουδάν, το Κονγκό, το Κασμίρ, το Νεπάλ, η Σρι Λάνκα, οι Φιλιππίνες. Βέβαια, εμφανίστηκε ένας νέος υποστηρικτής του ένοπλου αγώνα – ο ριζοσπαστικός ισλαμισμός – και καταλαμβάνει στο εξής το προσκήνιο στα μέσα ενημέρωσης. Οι ενέργειές του όμως, όσο θεαματικές κι αν είναι, δεν πρέπει να κρύβουν το σημαντικότερο: ο ένοπλος πολιτικός αγώνας γίνεται όλο και πιο σπάνιος.

Μήπως αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχουν άλλες μορφές βίας εν δράσει; Προφανώς όχι. Και πρώτη απ’ όλες η οικονομική βία την οποία ασκούν, ενθαρρυμένοι από τη φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, οι εξουσιαστές πάνω στους εξουσιαζόμενους.

Οι ανισότητες αγγίζουν ανείπωτες διαστάσεις. Κυριολεκτικά σκανδαλώδεις. Το μισό της ανθρωπότητας ζει μέσα στη φτώχεια, πάνω από το ένα τρίτο στη μιζέρια, 800 εκατομμύρια άνθρωποι υποφέρουν από υποσιτισμό, ένα δισεκατομμύριο σχεδόν παραμένουν αναλφάβητοι, ενάμιση δισεκατομμύριο δεν διαθέτουν πόσιμο νερό, δύο δισεκατομμύρια δεν έχουν ακόμα ηλεκτρικό ρεύμα.

Και, όσο απίστευτο κι αν φαίνεται, αυτά τα δισεκατομμύρια των καταραμένων της γης είναι πολιτικά «ήσυχοι». Αυτό είναι μάλιστα ένα από τα μεγάλα παράδοξα της εποχής μας: περισσότεροι φτωχοί παρά ποτέ, λιγότεροι εξεγερμένοι παρά ποτέ.

Άραγε, η κατάσταση αυτή μπορεί να έχει διάρκεια; Είναι ελάχιστα πιθανό. Αναμφισβήτητα, λόγω της εξάντλησης του μαρξισμού ως διεθνούς κινητήριας δύναμης της κοινωνικής εξέγερσης, ο κόσμος διασχίζει ένα είδος μετάβασης. Ανάμεσα σε δύο κύκλους πολιτικών επαναστάσεων.

Και ενώ οι αδικίες είναι πιο σκανδαλώδεις από ποτέ, παρατηρούμε ότι άλλες μορφές βίας αγγίζουν ήδη διαστάσεις παροξυσμού. Συγκεκριμένα, η βία των φτωχών ενάντια στους φτωχούς και ορισμένες πρωτόγονες μορφές εξέγερσης(1) που εκδηλώνονται με την εγκληματικότητα, την ανασφάλεια και οι οποίες, σχεδόν παντού, όχι μόνο στη Γαλλία, παίρνουν τα χαρακτηριστικά ενός πραγματικού κοινωνικού πολέμου.

Στη Λατινική Αμερική και σε άλλες περιοχές του πλανήτη, πριν από τριάντα χρόνια, όταν κάποιος νέος έβρισκε ένα όπλο κατατασσόταν σε μια οργάνωση ένοπλου αγώνα για να αλλάξει τη μοίρα της ανθρωπότητας. Σήμερα, όταν ένας νέος βρίσκει κάποιο όπλο σκέφτεται πάνω απ’ όλα τον εαυτό του, και, αισθανόμενος θύμα της ρήξης του κοινωνικού συμβολαίου από τους εξουσιαστές, σπάει με τη σειρά του το συμβόλαιο αυτό ληστεύοντας μια τράπεζα ή κάποιο κατάστημα. Από την αρχή της μεγάλης οικονομικής κρίσης το Δεκέμβριο του 2001 και τη μαζική πτώση του βιοτικού επιπέδου των μεσαίων τάξεων, το ποσοστό της εγκληματικότητας στην Αργεντινή τετραπλασιάστηκε.

Στη Βραζιλία, μια χώρα όπου οι ανισότητες είναι από τις μεγαλύτερες στον κόσμο και όπου οι εκλογείς ψήφισαν μαζικά υπέρ του «υποψηφίου των φτωχών» του Ινάσιο «Λούλα» ντα Σίλβα, ο κοινωνικός πόλεμος παίρνει πρωτάκουστες διαστάσεις. Στην πόλη του Ρίο, από το 1987 έως και το 2000, σκοτώθηκαν από σφαίρες περισσότεροι ανήλικοι απ’ ό,τι στο σύνολο των συγκρούσεων στην Κολομβία, τη Γιουγκοσλαβία, τη Σιέρα Λεόνε, το Αφγανιστάν, το Ισραήλ και την Παλαιστίνη. Κατά τη διάρκεια αυτών των δεκατριών χρόνων, για παράδειγμα, χίλιοι περίπου νέοι βρήκαν το θάνατο στη σύγκρουση Ισραήλ-Παλαιστίνης. Την ίδια περίοδο, 3.937 ανήλικοι είχαν σκοτωθεί μόνο στην πόλη του Ρίο.(2)

Μπροστά στο αυξητικό αυτό κύμα, το οποίο τα μέσα ενημέρωσης αποκαλούν «ανασφάλεια», πολλές χώρες -Μεξικό, Κολομβία, Νιγηρία, Νότιος Αφρική, κ.λπ.- ξοδεύουν στο εξής περισσότερα για τη διεξαγωγή του κοινωνικού πολέμου παρά για τη δική τους εθνική άμυνα.

Η Βραζιλία, για παράδειγμα, αφιερώνει το 2{239f029635181d89655d9f5197ced0c7530b2a0cc9cbc7d1798f9f7c796b465f} του ετήσιου πλούτου της (ΑΕΠ) για τις ένοπλες δυνάμεις, αλλά περισσότερο από 10,6{239f029635181d89655d9f5197ced0c7530b2a0cc9cbc7d1798f9f7c796b465f} για την προστασία των πλουσίων απέναντι στην απελπισία των φτωχών.

Το μεγάλο δίδαγμα της ιστορίας της ανθρωπότητας είναι το εξής: οι άνθρωποι πάντα εξεγείρονται μπροστά στην όξυνση των ανισοτήτων.

Η άνοδος, τόσο στο Νότο όσο και στο Βορρά, της εγκληματικότητας -που συχνά είναι απλώς πρωτόγονες και αρχαϊκές εκδηλώσεις κοινωνικής αναταραχής- αποτελεί αδιαμφισβήτητο σημάδι της απελπισίας των φτωχότερων μπροστά στην αδικία του κόσμου. Δεν είναι ακόμα πολιτική βία. Καθένας, όμως, διαισθάνεται ότι πρόκειται για παράταση. Άραγε, για πόσο καιρό ακόμα;

1. Βλ. Eric J. Hobsbawn, Les primitifs de la revolte dans l’ Europe moderne, Fayard, Παρίσι, 1996. 2. El Pais, Μαδρίτη, 11 Σεπτεμβρίου 2001.

LE-MONDE – 24/11/2002

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...

Αφήστε μια απάντηση