Μαχάτμα Γκάντι: Στοχαστής και επαναστάτης ακτιβιστής

Μαχάτμα Γκάντι

Ο Μοχάντας Καραμτσάντ Γκάντι ήταν Ινδός πολιτικός, στοχαστής και επαναστάτης ακτιβιστής. Υπήρξε η κεντρική μορφή του εθνικού κινήματος για την ινδική ανεξαρτησία και εμπνευστής της μεθόδου παθητικής αντίστασης χωρίς τη χρήση βίας έναντι των καταπιεστών.

Η διδασκαλία του επηρέασε το διεθνές κίνημα για την ειρήνη και μαζί με τον ασκητικό βίο του συνέτειναν στο να καταστεί παγκόσμιο σύμβολο και ορόσημο της φιλοσοφικής και κοινωνικοπολιτικής διανόησης του 20ού αιώνα. Έγινε ευρύτερα γνωστός με την προσωνυμία Μαχάτμα, που φέρεται να του απέδωσε στα 1915 ο Ινδός νομπελίστας ποιητής και φιλόσοφος Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ και στα σανσκριτικά σημαίνει Μεγάλη Ψυχή.

 

Τα πρώτα χρόνια

Γεννήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 1869, στο Πορμπαντάρ, μια μικρή πόλη στη δυτική ακτή της Ινδίας στην επαρχία Γκουτζάρατ. Η οικογένειά του ανήκε στην κάστα Βανισίγια, σύμφωνα με την ινδουιστική παράδοση του κοινωνικού διαχωρισμού σε κάστες. Ο παππούς του ήταν τοπικός κυβερνήτης του Πορμπαντάρ θέση στην οποία τον διαδέχτηκε ο γιος του και πατέρας του Μαχάτμα, Καραμτσάντ. Η μητέρα του, Πουτλιμπάι, που ήταν η τέταρτη σύζυγος του Καραμτσάντ (οι τρεις προηγούμενες είχαν πεθάνει κατά τη διάρκεια της γέννας) επηρέασε καταλυτικά το χαρακτήρα του με την αγιότητα του βίου της, την ευγένειά της και τη θρησκευτική της πίστη.

Μεγάλωσε σε ένα οικογενειακό περιβάλλον, το οποίο ασπαζόταν τις απόψεις του τοπικού θρησκευτικού κινήματος της Γκουτζαράτ, Τζαΐν, που πρέσβευε τις αρχές του μη-τραυματισμού οποιουδήποτε ζωντανού πλάσματος, τη χορτοφαγία, τη νηστεία ως μέθοδο αυτοκάθαρσης και την αμοιβαία ανοχή μεταξύ των μελών των διάφορων καστών και θρησκευτικών κινημάτων.

Το 1876 η οικογένειά του μετακόμισε στην πόλη Rajkot και ο Μαχάτμα εγγράφηκε στο σχολείο. Την ίδια χρονιά αρραβωνιάστηκε την συνομήλική του Καστουρμπάι, κόρη του εμπόρου Gokuldas Makanji. Το 1881 εισήλθε στο Γυμνάσιο Alfred High School και δύο χρόνια αργότερα παντρεύτηκε την Καστουρμπάι. Μαζί απέκτησαν τέσσερα παιδιά το Χαριλάλ (1888), το Μανιλάλ (1892), το Ραμντάς (1897) και τον Ντεμντάς (1900).

 

Η μετάβαση στο Λονδίνο 

Στις 16 Νοεμβρίου 1885 πέθανε ο πατέρας του σε ηλικία 63 ετών. Το 1887 επέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις και εισήλθε στο Κολλέγιο Samaldas, αλλά οι σπουδές εκεί του φάνηκαν δύσκολες και η ατμόσφαιρα δυσάρεστη οπότε παρακολούθησε μόνο ένα ακαδημαϊκό έτος. Μετά από αυτό ένας οικογενειακός φίλος πρότεινε πως εάν ο Μαχάτμα επιθυμούσε να αναλάβει τη θέση του πατέρα του θα ήταν καλό να σπουδάσει νομικά, σπουδές που θα διαρκούσαν τρία χρόνια στο Λονδίνο. Έτσι ο νεαρός Γκάντι εκμεταλλευόμενος αυτή την πρόταση μετέβη στην πρωτεύουσα της τότε Βρετανικής Αυτοκρατορίας στις 4 Σεπτεμβρίου 1888 και εγγράφηκε στο University College London. Ο Γκάντι φανταζόταν την Αγγλία σαν το κέντρο του πολιτισμού, χώρα φιλοσόφων και ποιητών. Η φανταστική του εικόνα, όμως, υπεχώρησε όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με τον χλευασμό των συμφοιτητών του για τις ιδιαίτερες πολιτισμικές του συνήθειες ενώ συνάμα δυσκολευόταν να προσαρμοστεί προς τον δυτικό τρόπο ένδυσης και συμπεριφοράς.

Η παραμονή του στο Λονδίνο επηρεάστηκε από την υπόσχεση, που είχε δώσει στη μητέρα του, ενώπιον του μοναχού Becharji της ομάδας Τζαΐν, να απέχει από την κρεοφαγία, την οινοπνευματοποσία και την ερωτική ελευθεριότητα. Αν και πειραματίστηκε στην υιοθέτηση ορισμένων αγγλικών συνηθειών, εντούτοις, παρέμεινε χορτοφάγος συμμετέχοντας στην Ένωση Χορτοφάγων του Λονδίνου, όπου ανήκε και ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, εκλεγόμενος μάλιστα και μέλος της εκτελεστικής της επιτροπής.

Ορισμένα από τα μέλη της Ένωσης ήταν επίσης μέλη της Θεοσοφικής Εταιρείας, η οποία είχε ιδρυθεί το 1875 με σκοπό την προώθηση της παγκόσμιας συναδέλφωσης και επικέντρωνε στη μελέτη της βουδιστικής και ινδικής βραχμανικής λογοτεχνίας. Αυτοί παρότρυναν τον Γκάντι να διαβάσει τη Bhagavad-Gita. Το ίδιο διάστημα ένας Χριστιανός φίλος του του πρότεινε να διαβάσει τη Βίβλο. Αν και βρήκε δύσκολη και ανιαρή την ανάγνωση της Παλαιάς Διαθήκης ενθουσιάστηκε με την Καινή Διαθήκη και ιδιαίτερα με την «Επί του Όρους ομιλία». Μη έχοντας επιδείξει προηγουμένως ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη θρησκεία μελέτησε θρησκευτικά έργα και πραγματείες, γεγονός που του ενεφύσησε την αρχή για το σεβασμό κάθε θρησκείας και την υπεράσπιση της θρησκευτικής ιδιαιτερότητας.

 

Επιστροφή στην Ινδία

Αφού πέρασε με επιτυχία τις εξετάσεις του τελευταίου έτους και έλαβε το πτυχίο του απέπλευσε για την Ινδία στις 10 Ιουνίου του 1891. Φθάνοντας στη Βομβάη πληροφορήθηκε ότι η μητέρα του είχε πεθάνει. Οι συγγενείς του σκόπιμα του είχαν κρύψει την είδηση προκειμένου να αποφύγει το συναισθηματικό κλονισμό, όντας τόσο μακριά από την πατρίδα. Αρχικά έμεινε για λίγο στο Rajkot αναλαμβάνοντας την εκπαίδευση του μικρού γιου του και των παιδιών του αδελφού του ενώ λίγο αργότερα αποφάσισε να ανοίξει δικηγορικό γραφείο στη Βομβάη. Εκεί παρέμεινε μερικούς μήνες αναλαμβάνοντας μόνο μια μικρή υπόθεση. Όταν, όμως, προσήλθε στο δικαστήριο για να αγορεύσει έχασε το θάρρος του και δεν κατάφερε να αρθρώσει ούτε μία λέξη.

Η αποτυχία του στη Βομβάη τον έφερε πίσω στο Rajkot όπου προσπάθησε να σταδιοδρομήσει επαγγελματικά. Και εκεί όμως δεν κατάφερε να προοδεύσει και επιπλέον ένιωθε άβολα μέσα σε ένα περιβάλλον γεμάτο ασήμαντες δολοπλοκίες και μικροπρέπειες. Τότε του έγινε πρόταση από την εταιρεία Dada Abdulla & Co. να την αντιπροσωπεύσει σε μία δικαστική υπόθεση στη Νότια Αφρική. Ο Γκάντι ενθουσιάστηκε από την προσφορά και ξεκίνησε για την Αφρική τον Απρίλιο του 1893.

 

Ενάντια στο απαρτχάιντ

Φτάνοντας στη Νότια Αφρική βρέθηκε αντιμέτωπος με το φυλετικό διαχωρισμό του απαρτχάιντ, ο οποίος εκδηλωνόταν από τους λευκούς εποίκους σε βάρος των ντόπιων έγχρωμων και των Ινδών μεταναστών. Ο ίδιος ο Γκάντι εκδιώχθηκε από την αίθουσα του δικαστηρίου επειδή αρνούνταν να βγάλει το παραδοσιακό ινδικό τουρμπάνι του ενώ ακόμη μία φορά δέχθηκε βία από τον οδηγό ταχυδρομικής άμαξας λόγω του ότι αρνήθηκε να παραχωρήσει τη θέση του σε κάποιον Ευρωπαίο επιβάτη. Αυτή η κατάσταση τον οδήγησε να δραστηριοποιηθεί πολιτικά, υπερασπιζόμενος τα ανθρώπινα δικαιώματα των συμπατριωτών του.

Κατά την εικοσάχρονη παραμονή του στη Ν. Αφρική φυλακίστηκε πολλές φορές για τους αγώνες του. Εκεί για πρώτη φορά ξεκίνησε να διδάσκει την τακτική της παθητικής αντίστασης, μίας μεθόδου με σαφείς αναφορές στη σκέψη του κορυφαίου Ρώσου συγγραφέα Λέοντα Τολστόι. Στην άρνησή του για τη χρήση βίας έναντι των καταπιεστών επηρεάστηκε, όπως ο ίδιος έλεγε, από τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού και τον Αμερικανό συγγραφέα Χένρι Θορό, ο οποίος είχε γράψει ένα δοκίμιο για την πολιτική ανυπακοή.

Όταν ξέσπασε ο πόλεμος των Μπόερς ο Γκάντι οργάνωσε σώμα τραυματιοφορέων για το βρετανικό στρατό και διηύθυνε μία μονάδα του Ερυθρού Σταυρού. Μετά τη λήξη του πολέμου επέστρεψε στον αγώνα του για τα δικαιώματα των Ινδών μεταναστών και στα 1910 ίδρυσε το αγρόκτημα Τολστόι, κοντά στο Ντάρμπαν, μια συνεταιριστική παροικία για Ινδούς.

Το 1914 η κυβέρνηση της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης έκανε σημαντικές παραχωρήσεις στις απαιτήσεις του Γκάντι, συμπεριλαμβανομένης της αναγνώρισης των ινδικών γάμων και της κατάργησης του κεφαλικού φόρου. Έτσι αφού κατάφερε την απόδοση ουσιωδών δικαιωμάτων στους συμπατριώτες του αποφάσισε να επιστρέψει τον ίδιο χρόνο στην Ινδία.

 

Πορεία προς την ινδική ανεξαρτησία 

Για δύο περίπου χρόνια ταξίδεψε σε πολλές περιοχές της Ινδίας προκειμένου να έρθει σε επαφή με τις απόψεις της σύγχρονης ινδικής κοινωνίας. Το ενδιαφέρον του επικεντρώθηκε στο πρόβλημα της επαγγελματικής μαθητείας, σύστημα στα πλαίσια του οποίου φτωχοί και αγράμματοι εργάτες δελεάζονταν ώστε να εγκαταλείψουν την Ινδία εργαζόμενοι σε άλλες βρετανικές αποικίες.

Ο Γκάντι χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της παθητικής αντίστασης κατάφερε να προκαλέσει μεγάλη κινητοποίηση για αυτό το θέμα. Στη Βομβάη πραγματοποιήθηκε συνέλευση όλων των Ινδών ηγετών και καθορίστηκε η 31η Μαΐου 1917 ως η τελευταία ημερομηνία για την κατάργηση της επαγγελματικής μαθητείας. Στη συνέχεια ταξίδεψε σε όλη τη χώρα με στόχο να λάβει υποστήριξη στον αγώνα του. Οι συγκεντρώσεις σε κάθε σταθμό της περιοδείας του ήταν τέτοιες, που ανάγκασαν την κυβέρνηση να αναγγείλει ότι το συγκεκριμένο σύστημα εργασίας θα έπαυε πριν την 31η Μαΐου.

Την περίοδο του Μεσοπολέμου αναδείχθηκε σε κεντρική μορφή του εθνικού αγώνα των Ινδών για ανεξαρτησία. Το κίνημα της ανεξαρτησίας άρχισε σύντομα να εξαπλώνεται και όταν στα 1919 το Βρετανικό Κοινοβούλιο, μέσω της πράξης του Rowlatt, παρεχώρησε στις αποικιακές δυνάμεις έκτακτες εξουσίες για την αντιμετώπισή του, η τακτική της παθητικής αντίστασης απέκτησε εκατομμύρια θιασώτες σε όλη τη χώρα. Μία διαδήλωση εναντίον της πράξης του Rowlatt στην πόλη Αμριτσάρ κατέληξε σε λουτρό αίματος από τις βρετανικές δυνάμεις (Σφαγή του Αμριτσάρ). Ως αντίδραση στην απάνθρωπη αποικιοκρατική αυτή πράξη ο Μαχάτμα όρισε την 16η Απριλίου ημέρα νηστείας και προσευχής για τα θύματα της σφαγής. Το 1920 μετά την αποτυχία των Βρετανών να επανορθώσουν ο Γκάντι προώθησε μία οργανωμένη εκστρατεία μη συνεργασίας. Παραιτήθηκαν οι Ινδοί κρατικοί αξιωματούχοι, οι πολίτες αρνούνταν τη συμμετοχή σε κρατικούς οργανισμούς και τα παιδιά αποχώρησαν από τα κρατικά σχολεία.

 

Το τέλος 

Ο Μαχάτμα Γκάντι δολοφονήθηκε στο Νέο Δελχί στις 30 Ιανουαρίου 1948 από έναν εθνικιστή Ινδό ονόματι Γκόντσε

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

………………………………………………………………………………….

 

Η φιλοσοφία του Γκάντι

Υπήρξε μια μεγάλη πολιτική προσωπικότητα της Ινδίας, που εκδήλωνε τις βαθιές φιλοσοφικές του πεποιθήσεις στην πολιτική του δράση. Αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του στους υψηλότερους σκοπούς: στην ανεξαρτησία της Ινδίας, στην ισότητα δικαιωμάτων των παριών, στην ειρήνη μεταξύ των ινδουιστών και των μουσουλμάνων.

Στην Ινδία, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο τόπο, κάθε μορφή της ανθρώπινης δράσης, ιδιαίτερα σε εξαίρετες ψυχές σαν του Γκάντι, γίνεται με φόντο το άπειρο. Δρώντας ο άνθρωπος κατέχεται από την πεποίθηση ότι πρέπει να υπηρετήσει κάποια ανώτερη υπερβατική αξία. Η φιλοσοφία, λοιπόν, είναι θέμα πρακτικό, που εκφράζεται όχι μόνο με γραπτά κείμενα, αλλά με όλη την ανθρώπινη συμπεριφορά. Ο Γκάντι, εκφραστής αυτής της φιλοσοφίας, πίστευε ότι όλα τα όντα, από το Θεό μέχρι το τελευταίο πλάσμα, υπάρχουν σε μια μόνο κλίμακα, της οποίας τις βαθμίδες το καθένα έχει τη δυνατότητα να ανέβει.

Συνηγορεί υπέρ της δράσης, με χαρακτήρα ιερότητας, αφού είναι εμπνευσμένη από βαθύτατη, υπερβατική πνευματικότητα. Οι Ινδοί, που έχουν μια διαφορετική από μας αντίληψη περί αγιοσύνης, τον κατατάσσουν μεταξύ των αγίων τους, και γι αυτό τον αποκαλούσαν Mahatma ( Maha Atma = μεγάλο πνεύμα, μεγάλη ψυχή) κι όταν ακόμη ζούσε, γιατί, όπως είπαμε, στην Ινδία η αγιοσύνη δεν απονέμεται από ιερατικά συμβούλια, αλλά από την αλάθητη λαϊκή διαίσθηση.

Ο Γκάντι, σε όλη τη ζωή του, αγωνίστηκε για την ανεξαρτησία της χώρας του με μόνο του όπλο το ηθικό του ανάστημα και την πραγματική λατρεία που του είχε ολόκληρη η Ινδία, επειδή ενσάρκωνε το προαιώνιο πνεύμα της.

Ο θεός, για το Γκάντι, δεν είναι μια αφηρημένη έννοια. Είναι μια ζωντανή παρουσία, της οποίας η φωνή είναι μέσα στον άνθρωπο. Στην παρουσία αυτή έδινε την ονομασία Sat, ύπαρξη, απόλυτο ον, θεός, αλήθεια. Η θυσία για την αλήθεια αυτή είναι ο μόνος τρόπος διάδοσής της. Κι έτσι φτάνουμε στη 2η βασική ιδέα της φιλοσοφίας του Γκάντι, στην ιδέα της ahimsa της < μη βίας>, της αποχής από τη βία, που έπαιξε τόσο τεράστιο ρόλο στην απελευθέρωση της Ινδίας. Για αυτόν η ahimsa εκτείνεται σε κάθε ενέργεια που προκαλεί σωματικό ή ψυχικό πόνο και έχει 2 βασικές πηγές: την αγάπη σε κάθε πλάσμα και την ανάγκη αυτοελέγχου για την πραγμάτωσή μας στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο. Μη βία δε σημαίνει υποταγή στον κακοποιό. Σημαίνει αντίθεση με όλες τις δυνάμεις της ψυχής στη δύναμη του τυράννου. Η αναζήτηση της αλήθειας, ως σκοπός της ζωής του, και η μη βία, ως μέσο για να φτάσει σε αυτό το σκοπό, ήταν οι δυο του πνεύμονες. Χωρίς αυτές δε θα μπορούσε να ζήσει, όπως ο ίδιος έλεγε. Η αναζήτηση της αλήθειας αποκλείει τη χρήση βίας, γιατί ο άνθρωπος, καθώς δεν έχει τη ικανότητα να γνωρίζει την απόλυτη αλήθεια, δεν μπορεί να έχει το θάρρος και να τιμωρεί. Χρειάζεται η Δικαιοσύνη που ανοίγει το δρόμο της αγάπης.

Τάχθηκε κατά της κληρονομικής κάστας και υπέρ της κάστας που ορίζεται ως θεία επιταγή καταμερισμού των έργων και συντελεί στην αρμονική συμβίωση, γιατί αποτρεπόταν χάρις αυτήν η κοινωνική διαμάχη. Ο Γκάντι πίστευε ότι κάθε εργασία έχει αξιοπρέπεια, ειδικά η χειρωνακτική, γι αυτό και ο ίδιος, κλώθοντας νήμα, έδινε το παράδειγμα. Το έκανε επίσης και για πρακτικούς οικονομικούς λόγους, δηλαδή για την καταπολέμηση της ανεργίας το χειμώνα και για τον αγώνα κατά της επιβολής των αγγλικών βιομηχανικών προϊόντων, αλλά και για μια επιστροφή στον ινδικό τρόπο σε όλες τις φάσεις της ζωής.

Στα πλαίσια της ανάγκης μας για αυτοέλεγχο, με σκοπό τη λύτρωση, ο Γκάντι πίστευε στην αποτελεσματικότητα της σεξουαλικής εγκράτειας, την οποία ο ίδιος εφάρμοζε σε συμφωνία με τη γυναίκα του. Η αυτοκυριαρχία εξυψώνει το πνεύμα. Έλεγε «ζούμε όχι για να τρώμε, να ντύνουμε και να καλοπιάνουμε το σώμα μας. Φροντίζουμε το σώμα μας για να ζούμε». Η ζωή αρχίζει αφού ικανοποιηθούν οι σωματικές ανάγκες. Όταν όλες οι προσπάθειες αποσκοπούν στο σώμα, το πνεύμα μαραίνεται. Την έννοια αυτή του ελέγχου των παθών την μετέφερε και στον κοινωνικό τομέα, με την εφαρμογή της ahimsa, της αποχής από τα πολιτικά πάθη. Μετέφερε την ιδέα αυτή από το πεδίο της ατομικής συμπεριφοράς στα πλαίσια της κοινωνίας και του εθνικοπολιτικού αγώνα.

Πίστευε ότι ο αγώνας είναι καλύτερος, όχι όταν φέρουμε πλήγματα στον εχθρό, αλλά όταν υπομένουμε, πράγμα που προϋποθέτει πίστη στο θεό και πνεύμα αυτοθυσίας. Θεωρούσε ότι τα εκατομμύρια των Ινδών δεν ελέγχονται χωρίς την ψυχική ανωτερότητα των ηγετών τους. Και αυτός το πέτυχε. Και θυσιάστηκε για το ιδεώδες της συναδελφοσύνης Ινδουιστών-Μουσουλμάνων. Η αγάπη του Γκάντι για την αλήθεια ήταν τέτοια, ώστε πολλές φορές έβαζε σε δύσκολη θέση τους πολιτικούς οπαδούς του. Έλεγε πάντα την αλήθεια, γιατί πίστευε βαθιά ότι μακροπρόθεσμα η αλήθεια δεν είναι δυνατόν παρά να υπηρετήσει την Ινδία στον αγώνα της εναντίον των Άγγλων, να υπηρετήσει κάθε δίκαιη υπόθεση.

Ο Γκάντι ήταν πολύ επηρεασμένος από τη Μπακαβάτ Γκίτα και το υπερβατικό κλίμα, μέσα στο οποίο ελάμβανε ο Αρζούνα τις συμβουλές του Κρίσνα. Το στοιχείο αυτό της υπερβατικότητας, μέσα στο οποίο τοποθετούσε τη δράση του, είναι καθαρά αδβαιιτικό. Βγαίνει έξω από τα πλαίσια του αισθηματισμού και της κοινώς εννοούμενης αγάπης. Υπερβαίνει και το σκοπό της δράσης, της απελευθέρωσης της Ινδίας. Πάντοτε η φλογερή αγάπη του Γκάντι για τη χώρα του ξεπερνιόταν, και η δράση του αποκτούσε την «αγία εκείνη αδιαφορία» που συνιστούσε ο Κρίσνα στον Αρζούνα.

Την κοινωνική τάξη που ήθελε να εγκαθιδρύσει, την αποκαλούσε sarvodaya, που σημαίνει το κοινό καλό, το μεγαλύτερο δυνατό καλό για το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων, ενώ με τον όρο svarajya εννοούσε την πολιτική ανεξαρτησία. Αυτό συνδυασμένο με την svadeshi , τον ινδικό τρόπο ζωής, ήταν το ιδεώδες της Γκαντικής πολιτείας.

Στον τομέα της μεταφυσικής, ο Γκάντι πίστευε ότι τα πάντα είναι διαπερασμένα από την υπέρτατη ουσία, το θεό. Και δίπλα στη Μπακαβάτ Γκίτα θαύμαζε περισσότερο τους πρώτους στίχους του Isa Upanishad «Έφθασα στο συμπέρασμα ότι, εάν όλα τα ουπανισάντς και οι άλλες γραφές ξαφνικά γίνονταν στάχτη και σώζονταν στις μνήμες των Ινδών μόνο ο στίχος. Όλα αυτά και ό,τι κινείται στη γη διαπερνώνται από το Μπράχμα, ο Ινδουισμός θα ζούσε αιώνια». Δεν περιφρονούσε το λογισμό, δεν του απέδιδε όμως την αποκλειστική αξία σαν όργανο της γνώσης που του δίνουμε στη Δύση. Για αυτό και ήταν υπέρ μιας ολοκληρωμένης μόρφωσης του ανθρώπου που περιελάμβανε οτιδήποτε, μια φιλοσοφική και θρησκευτική θεώρηση των πραγμάτων. Επειδή πίστευε στην ενότητα που πραγματώνεται δια του θεού που διαπερνά τα πάντα, η υπηρεσία στους συνανθρώπους ήταν για αυτόν η καλύτερη μορφή λατρείας.

Ο Γκάντι επηρεάστηκε, εκτός από τη Μπακαβάτ Γκίτα, και από τη Ραμαγιάνα (θεία επίκληση), την «επί του όρους ομιλία» και επίσης από τον Τορώ, Τολστόι, Ράσκιν, τους οποίους θαύμαζε πολύ.

Ο Γκάντι ήταν βαθιά δημοκρατικός, γιατί πίστευε στην αξία του ατόμου. Κανείς δεν έχει δικαίωμα να κυβερνά χωρίς τη συγκατάθεση του λαού. Αλλά η δημοκρατία για αυτόν συνδυάζεται με την πειθαρχία. Ένας εκ φύσεως δημοκράτης είναι και εκ φύσεως πειθαρχημένος. Η δημοκρατία έρχεται με φυσικό τρόπο σε εκείνον που είναι συνηθισμένος να υπακούει πρόθυμα σε όλους τους θεϊκούς και ανθρώπινους νόμους. Οι αρετές που συνοδεύουν την πολιτική του δράση είναι η απέραντη μετριοπάθεια, η λογική συγκεκριμένων αιτημάτων και η αδαμάντινη αδιαλλαξία των ηθικών αρχών του αγώνα του. Αυτός ήταν ο Γκάντι. Ένας πραγματικός επαναστάτης με διαφορετική θεώρηση για το σύμπαν και τη ζωή. Ένας ρήτορας που έμοιαζε περισσότερο με Δάσκαλο.

Ήταν η ζωντανή συνείδηση της Ινδίας. Όλη του η δράση είχε τη σφραγίδα της ιερότητας και όταν η σφαίρα του Godse ( ενός συντηρητικού Ινδού νέου που θεωρούσε ότι ο Γκάντι ήταν πολύ υποχωρητικός έναντι των μουσουλμάνων) τον έπληξε θανάσιμα, πρόλαβε να φωνάξει «Ram,Ram», το όνομα υπό το οποίο ένοιωθε το θεό. Η μορφή του Γκάντι ήταν μια από τις μεγαλύτερες της Ιστορίας. Η διδασκαλία του και οι αρχές του ξεπερνούν τα ινδικά όρια, και το πανανθρώπινο περιεχόμενό τους απέχει πολύ από του να έχει εξαντληθεί.

http://blondiesthoughts.wordpress.com/

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...

Αφήστε μια απάντηση