Η άρνηση στράτευσης σαν στοιχειώδες καθήκον του κάθε εξεγερμένου. Το τρελόχαρτο (Ημερολόγια 1987)

Του Φίλιππου Κυρίτση

Από την εποχή που σε ηλικία 25 χρονών βγήκα από την φυλακή (1981) επιδόθηκα, μεταξύ άλλων, και σε έναν πολύχρονο αγώνα κατά της στράτευσης, γιατί θεωρούσα απαράδεκτη προσβολή κατά της αξιοπρέπειάς μου και των μέχρι τότε αγώνων μου στα πλαίσια του αναρχικού χώρου, το να υπηρετήσω τον κατ’ εξοχήν κατασταλτικό θεσμό του κράτους, σε όλες τις χώρες και σε όλες τις εποχές. Σε σχέση με την μέχρι τότε στάση των αναρχικών απέναντι στην στράτευση δεν έκανα τίποτα καινούργιο ούτε τίποτα διαφορετικό. Ο δρόμος που είχε δείξει ο Νικόλας Άσιμος, τον οποίο περιγράφει στο βιβλίο του «Αναζητώντας Κροκανθρώπους», ήταν μια αυτονόητη επιλογή τότε για όποιον ήθελε να λέγεται αναρχικός. Γι’ αυτό και μέχρι το 1989 έκανα ότι περνούσε από το χέρι μου για να εξασφαλίσω ένα τρελόχαρτο, παρά τις δυσμενείς επιπτώσεις που κάτι τέτοιο είχε πάνω στην πορεία της ζωής μου και στο μέλλον μου. Ευτυχώς δεν τα κατάφερα, γιατί, όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει και από το βιβλίο μου «Το τρελόχαρτο», το κράτος, συνηθισμένο να καταπατάει τους νόμους, όποτε το κρίνει αναγκαίο, έκανε το ίδιο και στην δική μου περίπτωση και δεν μου έδωσε το τρελόχαρτο, όπως προέβλεπε η σχετική νομοθεσία του υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Ευτυχώς ή δυστυχώς, για το ελληνικό κράτος αποτελούσα έναν αντίπαλο τόσο ενοχλητικό, ώστε ήταν πρόθυμο να καταπατήσει τους νόμους τους, παρά να μου δώσει τρελόχαρτο, όπως είχε κάνει μέχρι τότε με πολλούς αναρχικούς και συνεχίζει να κάνει και σήμερα.

Η εξέλιξη του αγώνα μου ενάντια στον στρατό σε συνδυασμό με την εξέλιξη του αγώνα για την άρνηση στράτευσης στην Ελλάδα υπήρξε τέτοια, ώστε μετά από όλα αυτά τα χρόνια, μπορώ να ισχυριστώ ότι ευτυχώς που δεν μου δώσανε τρελόχαρτο. Η ιστορία μου εξελίχτηκε, με λίγα λόγια, ως εξής:  Όταν πια μου είχαν κλείσει όλες οι πόρτες για τρελόχαρτο, λόγω μιας σειράς παραβιάσεων της νομοθεσίας περί απαλλαγών από τις αρμόδιες στρατιωτικές υπηρεσίες, και απελπισμένος γύρναγα τα δικηγορικά γραφεία ζητώντας νομική υποστήριξη απέναντι στις παραβιάσεις των νόμων από τις αρχές αυτές, τυχαία ανακάλυψα μόνος μου στον Διαρκή Κώδικα Νομοθεσίας ότι έπρεπε να είχα απαλλαχθεί ήδη από την στρατιωτική υποχρέωση, επειδή είχα καταδικαστεί στο παρελθόν σε κάθειρξη (που είναι η ποινή από 5 έως 25 χρόνια φυλακή). Με βάση τον σχετικό στρατολογικό νόμο προσέφυγα στο Συμβούλιο της Επικράτειας κατά των αποφάσεων του υπουργείου Εθνικής Άμυνας που μου επιβάλλανε να υπηρετήσω. Το Συμβούλιο της Επικράτειας, μετά από 7 χρόνια αναβολών και μετά από παραίτηση από την υπόθεση δύο εισηγητών της υπόθεσης μου, που δεν ήθελαν να χρεωθούν μια εισήγηση εναντίον μου, η οποία θα ερχόταν ενάντια στον νόμο, απέρριψε την αίτησή μου μετά από εισήγηση ενός τρίτου, ο οποίος δεν δίστασε να υποστηρίξει την απόρριψη της αίτησης μου. Αν και αυτή η απόρριψη με ενόχλησε ιδιαίτερα, τώρα αισθάνομαι περήφανος, γιατί το Συμβούλιο της Επικράτειας αποδείχθηκε πολύ μικρό και αδύναμο για να με υπερασπιστεί απέναντι στην Διοίκηση και απέδειξε την ορθότητα και την βασιμότητα των ενστάσεών μου και των ενστάσεων όλων των αναρχικών απέναντι στο παραμύθι ότι οι νόμοι μπορούν να προστατέψουν τους πολίτες απέναντι στην κρατική αυθαιρεσία.

Η απόρριψη ήρθε το 1996, όμως ήδη τα πράγματα στην Ελλάδα είχαν εξελιχθεί, όσον αφορά το ζήτημα της άρνησης στράτευσης. Από το 1986 είχε δηλώσει δημόσια την άρνησή του να στρατευθεί ο πρώτος αντιρρησίας συνείδησης για μη θρησκευτικούς λόγους και την  άρνησή του αυτή υιοθέτησε και δεύτερος μη θρησκευτικός αντιρρησίας συνείδησης. Και οι δύο κλειστήκανε στις στρατιωτικές φυλακές και μετά από μακρόχρονες φυλακίσεις και απεργίες πείνας, τελικά αποφυλακιστήκανε χωρίς να υπηρετήσουν. Κατά την διάρκεια των φυλακίσεών τους ιδρύθηκε ο Σύνδεσμος Αντιρρησιών Συνείδησης, με συνέντευξη τύπου κατά την οποία ο Σπύρος Ψύχας, επικεφαλής άλλων 11 υπόχρεων προς στράτευση, δήλωσε ότι αρνούνται να υπηρετήσουν και ιδρύουν τον Σύνδεσμο (18 Νοεμβρίου 1987). Και το 1991, μπήκαν επιτέλους και στο παιχνίδι οι αναρχικοί, με δύο από αυτούς, τον Νίκο Μαζιώτη και τον Παύλο Ναθαναήλ να οδηγούνται στα στρατιωτικά δικαστήρια, επειδή αρνήθηκαν να στρατευθούν. Σε αντίθεση με τους μέχρι τότε αντιρρησίες συνείδησης που δήλωναν πρόθυμοι να υπηρετήσουν μια εναλλακτική αυτοδιαχειριζόμενη κοινωνική θητεία ίσης διάρκειας με την στρατιωτική, οι Μαζιώτης και Ναθαναήλ δήλωσαν ότι δεν θέλουν να υπηρετήσουν καμιά θητεία, γιατί δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους υποχρεωμένους να υπηρετήσουν ένα κράτος, το οποίο αγωνιζόντουσαν να καταργήσουν και να αντικαταστήσουν με μια ελεύθερη αταξική κοινωνία χωρίς κράτος. Ήταν δηλ. οι πρώτοι ολικοί αρνητές στράτευσης στην Ελλάδα.

Εγώ, εκείνην την εποχή γνωρίστηκα με τον Σπύρο Ψύχα, λόγω του ότι με κάποιους άλλους συναγωνιστές ενάντια στον ρατσισμό είχαμε συστήσει την δεύτερη Επιτροπή για τα Δικαιώματα των Ξένων Εργατών και των Μειονοτήτων και ένας από αυτούς, γνωστός του Σπύρου, με σύστησε σε αυτόν.  Ο Σπύρος τότε αφιέρωνε όλο του τον χρόνο στην Εθελοντική Εργασία, μια οργάνωση που είχε συστηθεί από οικολόγους και αντιρρησίες συνείδησης ως επί το πλείστον, η οποία φιλοδοξούσε να αποτελέσει Μη Κυβερνητική Οργάνωση, στην οποία οι αντιρρησίες συνείδησης θα υπηρετούσαν την εναλλακτική κοινωνική τους θητεία, όποτε αυτή αναγνωριζότανε με νόμο, όπως είχε ήδη γίνει στις περισσότερες χώρες της Δυτικής Ευρώπης.

Μια που υπήρχε η υλική υποδομή για την Εθελοντική Εργασία, το 1993, όταν πια η Επιτροπή για τα Δικαιώματα των Ξένων Εργατών και των Μειονοτήτων είχε εγκαταλειφθεί από τα περισσότερα μέλη της, λόγω του ότι δεν στηρίχθηκε ούτε από τα σχετικά κινήματα ούτε από τους ίδιους τους μετανάστες, που, όπως ήταν φυσικό, είχαν πολύ πιο άμεσα προβλήματα να ασχοληθούν από το να πλαισιώσουν τις ενημερωτικές προς το κοινό δραστηριότητες της ομάδας αυτής, πίεσα τον Ψύχα να επαναδραστηριοποιήσουμε τον Σύνδεσμο Αντιρρησιών Συνείδησης σαν ομάδα με συνεχή λειτουργία και δραστηριότητες, γιατί τότε ο Σύνδεσμος λειτουργούσε περιστασιακά και με προσωπική πρωτοβουλία ελαχίστων, όπως ήταν ο Ψύχας, ο Γιάννης Χρυσοβέργης και ο Δημήτρης Σωτηρόπουλος.

Πράγματι, ο Σύνδεσμος επαναδραστηριοποιήθηκε και επιδόθηκε σε μεγάλα ανοίγματα προς το κοινό, με κορυφαία  δύο συναυλίες και προβολές αντιμιλιταριστικών ταινιών στο λόφο του Στρέφη, μία στο Πολυτεχνείο και μία στην Ανώτατη Σχολή Οικονομικών Επιστημών (Α.Σ.Ο.Ε.Ε.) (1994-1995). Παράλληλα, είχαμε καταφέρει να εξασφαλίσουμε μια στοιχειώδη επαφή και επικοινωνία με τους συντρόφους Τούρκους αντιρρησίες συνείδησης και εξασφαλίσαμε την ομιλία ενός, του δικηγόρου Αχμέτ Ουρ σε εκδήλωσή μας στο Πολυτεχνείο, όπως και την ομιλία του διεθνώς γνωστού τότε αντιμιλιταριστή και αγωνιστή του διεθνούς κινήματος των αντιρρησιών συνείδησης Αυστριακού Αντρέα Ραμπλ, ο οποίος είχε φυλακιστεί στην Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου, μαζί με άλλους Τουρκοκύπριους αντιμιλιταριστές, για τον αγώνα τους να σπάσουν τον πάγο μεταξύ των δύο κοινοτήτων του νησιού. Στα πλαίσια της συμπαράστασής μας προς του Τούρκους αντιρρησίες, εγώ και άλλοι τρεις σύντροφοι είχαμε αλυσοδεθεί συμβολικά στα κάγκελα της Τουρκικής Πρεσβείας για να διαμαρτυρηθούμε για την παρατεινόμενη φυλάκιση του Τούρκου ολικού αρνητή στράτευσης Οσμάν Μουράτ Ούλκε (6 Ιουνίου 1994).

Εκείνη την εποχή, σε συνέντευξη που δώσαμε στον δημοσιογράφο Πάνο Λάμπρου του ραδιοφωνικού σταθμού του Νέου Ηρακλείου «94,1 Επικοινωνία στα FM» εγώ και οι σύντροφοι αντιρρησίες Δημήτρης Τσούχλης και Δημήτρης Σωτηρόπουλος (6-2-1995), μου δόθηκε η ευκαιρία να δηλώσω δημόσια την άρνησή μου να στρατευθώ, χωρίς να δέχομαι καμιά εναλλακτική κοινωνική θητεία, και να τοποθετήσω την άρνηση αυτή στα πλαίσια του αναπόφευκτου αγώνα του κάθε αναρχικού ενάντια στον στρατό.

Την ίδια εποχή (1994-1995) οι αναρχικοί που υιοθετούσαν την ολική άρνηση στράτευσης, χωρίς να έχουν καμιά συστηματική οργανωτική συνεργασία με τον Σύνδεσμο Αντιρρησιών  Συνείδησης αναπτύσσανε δική τους αντιμιλιταριστική δραστηριότητα υπέρ της ολικής άρνησης, είχανε στήσει τα πανώ τους στις εκδηλώσεις μας στο λόφο του Στρέφη και είχαν μοιράσει τις προκηρύξεις τους, και η αναρχική εφημερίδα «Άλφα» της εποχής εκείνης είχε σχολιάσει θετικά τις δραστηριότητες του Συνδέσμου. Την  άρνησή τους για συνεργασία με τον Σύνδεσμο, αποδίδω στην, πριν από την δική μου δραστηριοποίηση στα πλαίσια του Συνδέσμου, στάση του Συνδέσμου απέναντί τους, της οποίας η πιο μελανή κηλίδα ήταν η δημόσια καταδίκη του καψίματος της ελληνικής σημαίας στα Προπύλαια, ένα κάψιμο που κόστισε στον αναρχικό που την έκαψε καταδίκη σε 6 μήνες φυλάκιση πρωτόδικα.

Εγώ τον Νοέμβρη του 1995 έφυγα από την Αθήνα και τον Φλεβάρη του 1996 έφυγα και από την Ελλάδα, γιατί μετά την απόρριψη της προσφυγής μου κατά του υπουργείου Εθνικής Άμυνας από το Συμβούλιο της Επικράτειας, ήμουνα έκθετος στις διαθέσεις του κράτους να με συλλάβει. Μετά από συνεννόηση με τους Ιταλούς αντιρρησίες συνείδησης βρέθηκα στην Ιταλία, όπου δραστηριοποιήθηκα στα πλαίσια του εκεί Συνδέσμου Αντιρρησιών. Κατά την απουσία μου, από τον Σύνδεσμο αποχωρήσανε αυτοί που είχαν διαπιστώσει ότι η προβολή της εναλλακτικής θητείας σαν κεντρικού στόχου του Συνδέσμου ήταν πια ξεπερασμένη από τις εξελίξεις και έμπαινε πια και στην Ελλάδα το ζήτημα της επιδίωξης της κατάργησης της υποχρεωτικής στράτευσης, όπως είχε ήδη γίνει σε τουλάχιστον 5 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ήταν δηλ. out of time (όπως λέγεται και ένα πολύ όμορφο τραγούδι των Rolling Stones). Εγώ, μετά την αναγκαστική επιστροφή μου μετά 2 χρόνια για οικονομικούς λόγους, συνέχισα να συνεργάζομαι με τον Σύνδεσμο, ελπίζοντας σε μια επιστροφή των όσων είχαν αποχωρήσει και θεωρώντας ότι πρέπει να αξιοποιούμε αυτά που μας ενώνουν και όχι αυτά που μας χωρίζουν.

Τελικά, από την στρατιωτική υποχρέωση απαλλάχτηκα όταν είχα ξεπεράσει το 45ο έτος της ηλικίας μου και είχε βγει ένας καινούργιος στρατολογικός νόμος που κατέβαζε το όριο ηλικίας των στρατευσίμων από τα 50 στα 45. Όμως αν από την επιστροφή μου στην Ελλάδα μέχρι σήμερα δεν είμαι εκτός τόπου και χρόνου (out of time) μπορώ να ισχυριστώ ότι η σχέση των αναρχικών με την ολική άρνηση στράτευσης σαν κεντρική επιλογή της ζωής τους και σαν οργανωμένη αντιμιλιταριστική δραστηριότητα, αν εξαιρέσουμε κάποιες κορυφαίες εκδηλώσεις όπως η πορεία στην Κόρινθο για τον Μοναστηριώτη, είναι μάλλον αναιμική. Αναιμική, τουλάχιστον σε σχέση με τις κινητοποιήσεις εκατοντάδων ή και χιλιάδων αναρχικών σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας για οποιοδήποτε άλλο θέμα. Κι όμως, ακόμα και μέσα από τον Σύνδεσμο Αντιρρησιών Συνείδησης έχουν εκδηλωθεί διαθέσεις συνεργασίας με υποστηρικτές της ολικής άρνησης στράτευσης για συνδιοργάνωση κοινών εκδηλώσεων.

Για μένα, συνθηματολογικά μιλώντας, οι εχθροί της ελευθερίας και της ισότητας είναι η πατρίδα, η θρησκεία και η οικογένεια (το τρίπτυχο Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια), επί το ελληνικότερον η Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών. Και γι’ αυτό βασικό ρόλο στην στάση ζωής μου έπαιξε και παίζει ο αγώνας ενάντια στον εθνικισμό ( η πατριωτισμό για να χρησιμοποιήσω και αριστερή φρασεολογία ),  στην θρησκεία και στην οικογένεια, σαν θεσμό κατασταλτικό και όχι σαν υποστηρικτικό για τα μέλη της, γιατί, ας μη γελιόμαστε, στις δεδομένες συνθήκες περισσότερη υποστήριξη μπορεί να περιμένει κανείς από την οικογένειά του παρά από τους άλλους, ας είναι και ομοϊδεάτες του. Κατά συνέπεια, θεωρώ αυτονόητο τον αγώνα κατά του εθνικισμού και του ρατσισμού, όπως και τον αγώνα κατά της θρησκείας, σαν κεντρικές επιλογές του κάθε αναρχικού. Δυστυχώς, όμως, λόγω της ιδεολογικής επιρροής της κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς πάνω στον αναρχικό χώρο, κυρίως μετά την άνοδο του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην εξουσία το 1981, ο αγώνας ενάντια στον εθνικισμό και την θρησκεία υιοθετείται από ανοιχτόμυαλους προοδευτικούς πολίτες με ανώτερη και ανώτατη, συνήθως, μόρφωση, παρά από αναρχικούς. Βέβαια, ο αναρχισμός δεν είναι μια αποστεωμένη ιδεολογία με αυστηρές προδιαγραφές έτσι ώστε να μην επιτρέπει στον καθένα να βάζει τις δικές του αγωνιστικές προτεραιότητες. Όμως, είχαμε την ατυχία να ζούμε στην Ελλάδα και αυτή η χώρα είναι κατ’ εξοχήν  στρατοκρατούμενη και παπαδοκρατούμενη, αν κρίνουμε από την νεοελληνική ιστορία και από την σημερινή οικονομική ισχύ του στρατού και της ορθόδοξης εκκλησίας. Είναι, λοιπόν, φυσικό επόμενο, αν κάποιος αισθάνεται την ανάγκη να εξεγερθεί απέναντι στα κακώς κείμενα, να συγκρουστεί πρώτα απ’ όλα με τους δύο παραπάνω θεσμούς. Αν είναι ειλικρινής με τον εαυτό του, το πρώτο πράγμα που θα κάνει είναι να αρνηθεί οποιαδήποτε συνεργασία με τον στρατό, σαν στρατιώτης (και τώρα πια και σαν τρελοχαρτάς, μια που η παρουσία των αντιρρησιών συνείδησης στην Ελλάδα έχει συμπληρώσει 20 χρόνια ζωής), και οποιοαδήποτε συνεργασία με την θρησκεία, έστω και με την μορφή της άρνησης του μαθήματος των θρησκευτικών στο σχολείο και του θρησκευτικού γάμου. Ακόμα και αν αυτές οι βασικές αρνήσεις, τα μεγάλα Όχι αν θέλετε, τον φέρουν σε σύγκρουση με την οικογένειά του. Χωρίς να έχουν προηγηθεί αυτές οι βασικές αρνήσεις, η συμμετοχή του σε πορείες, διαδηλώσεις και συγκρούσεις, μοιάζει περισσότερο σαν θέαμα της επανάστασης παρά σαν επανάσταση. Όπως έλεγε ένας κορυφαίος αντιεξουσιαστής θεωρητικός την δεκαετία του ’60, ο Ραούλ Βανεγκέμ, στο βιβλίο του «Πραγματεία του σαβουάρ-βιβρ για χρήση των νέων γενιών» (που κυκλοφόρησε στα ελληνικά με τον τίτλο «Η επανάσταση της καθημερινής ζωής»), όποιος μιλάει για επανάσταση χωρίς να αναφέρεται στην καθημερινή ζωή έχει ένα πτώμα μέσα στο στόμα του. Και σαν καθημερινή ζωή για τον εξεγερμένο βλέπω απαραίτητα και το οριστικό διαζύγιο με την στράτευση και οτιδήποτε έχει να κάνει με την θρησκεία. Μπορεί αυτές οι επιλογές να φαίνονται τρομερά δύσκολες σε μια στρατοπαπαδοκρατούμενη χώρα, όπως η Ελλάδα, όμως τις θεωρώ πιο χρήσιμες για την κοινωνία και πιο εύκολες και εξυπηρετικές για το άτομο, τουλάχιστον από το να γεύεται τα δακρυγόνα, τα καπνογόνα και κάθε είδους –γόνα καθώς και το ξύλο, τις βρισιές, τις ταπεινώσεις, τις συλλήψεις, τις δίκες και τις καταδίκες, που αποτελούν σχεδόν συνηθισμένη πραγματικότητα για ένα μεγάλο μέρος των αναρχικών της Ελλάδας. Τέτοιου είδους καταστολή, επειδή την έχω γευτεί και εγώ διαδηλώνοντας για πράγματα που ελάχιστα με αφορούσαν προσωπικά, συνιστώ να την αποφεύγει κανένας από την στιγμή που δεν είναι απόρροια μιας γενικής στάσης ζωής και του κόστους που αυτή η στάση συνεπάγεται. Εκτός αν θεωρεί κάποιος ότι αξίζει να τα υφίσταται όλα αυτά αγωνιζόμενος για πράγματα που ούτε ελάχιστα δεν θίγουν και δεν κλονίζουν τα συμφέροντα των στρατοκρατών και των παπάδων, που αποτελούν την ραχοκοκαλιά του επικρατούντος στην Ελλάδα κοινωνικού καθεστώτος, χωρίς να μειώνω και την σημασία των συνδικαλιστών για την διατήρηση του καθεστώτος αυτού, γιατί χωρίς την δική τους συμμετοχή στην συντήρηση αυτού του καθεστώτος, αυτό το καθεστώς θα είχε καταρρεύσει. Γι’ αυτό και κάθε κόμμα έχει σαν βασική του προτεραιότητα να τα έχει καλά μαζί τους παραχωρώντας πλήθος προνομίων, άγνωστων και απλησίαστων για μεγάλες μερίδες του πληθυσμού, όπως είναι οι εργαζόμενοι με τον βασικό μισθό, οι μετανάστες, οι εθνικές μειονότητες και, ιδίως, οι τσιγγάνοι.

Οι τελευταίοι αποτελούν το κατώτερο σκαλοπάτι της κοινωνικής πυραμίδας, που όλοι πατάνε πάνω του αλλά ελάχιστοι είναι αυτοί που κοιτάνε που πατάνε, γιατί σχεδόν όλοι παλεύουν να ανέβουν στην κορυφή της πυραμίδας και γι’ αυτό κοιτάνε μόνο ψηλά. Κι όμως, την διεκδίκηση ανθρώπινων δικαιωμάτων για τους τσιγγάνους την θεωρώ σαν πρωταρχική διεκδίκηση του εξεγερμένου, ο οποίος θέλει να αντιμετωπίζεται σαν άνθρωπος που ενδιαφέρεται και για τους γύρω του και όχι μόνο για την προσωπική του εξέγερση. Αποδίδω εύσημα στους αναρχικούς που έμπρακτα συμπαρασταθήκανε στους τσιγγάνους συμμετέχοντας στις εξεγέρσεις των τελευταίων, όποτε για τελευταίους έφτανε ο κόμπος στο χτένι και συγκρουόντουσαν με τις δυνάμεις καταστολής. Ένας τέτοιος ήταν και ο σύντροφος Κυριάκος Μοίρας, που την συμμετοχή στην εξέγερση των τσιγγάνων το 1979 την πλήρωσε με 5χρονη καταδίκη με τον τότε αντιτρομοκρατικό νόμο 774/78. Με τον Κυριάκο κάναμε πολλές απεργίες πείνας μαζί, όσο ήμασταν στην φυλακή εκείνη την εποχή,  και τον Μάρτη του 1981, μετά τον μεγάλο σεισμό του Φλεβάρη και εξαιτίας της άρνησής μας να κλειδωνόμαστε στα κελιά του Κορυδαλλού κατά τους μετασεισμούς, φάγαμε, μαζί και με τον μακαρίτη Γιάννη Σκανδάλη, το ξύλο της ζωής μας από τους φύλακες.

Με τα παραπάνω νομίζω ότι έγινα σαφής γιατί θεωρώ την άρνηση στράτευσης σαν στοιχειώδες καθήκον του κάθε εξεγερμένου και, παρουσιάζοντας την δική μου πορεία στην προσπάθεια εκπλήρωσης αυτού του καθήκοντος, νομίζω ότι έδωσα ένα παράδειγμα για το πως η εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος μπορεί να γίνει πράξη.

http://www.sitemaker.gr/fakyris/assets/arnisistratefsis.doc

……………………………………………………….

ΤΟ ΤΡΕΛΟΧΑΡΤΟ (ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ 1987)

Εκδότης Χάος και Κουλτούρα

Συγγραφέας Κυρίτσης, Φίλιππας Έτος Έκδοσης 1993

Επίσης για όποιον ενδιαφέρεται για τους αγώνες για την άρνηση στράτευσης για λόγους συνείδησης, υπάρχει παρακάτω σε ηλεκτρονική μορφή το βιβλίο μου ‘Το Τρελόχαρτο’, που ενώ μιλάει για πολλούς και για πολλά, δεν αναφέρεται σχεδόν από κανέναν, από όσους αναφέρονται σ’ αυτό. Διαβάστε το για να δείτε το γιατί.

Το βιβλίο μου «Το Τρελόχαρτο»,  μπορεί κανείς να το βρει στο βιβλιοπωλείο «Ελεύθερος Τύπος» στην οδό Βαλτετσίου 53, στα Εξάρχεια και στο βιβλιοπωλείο ‘Άρδην’ Σουλτάνη 8, στην ίδια περιοχή.

Για να το διαβάσετε σε ηλεκτρονική μορφή κάντε κλικ στις παρακάτω υπερσυνδέσεις με την σειρά που εμφανίζονται:

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...

Αφήστε μια απάντηση