“Ο Μοσκώβ-Σελήμ”,

Ο πόλεμος και η άρνηση στράτευσης στη λογοτεχνία

“Ο Μοσκώβ-Σελήμ”, του  Γ.Μ. Βιζυηνού

……………………………………..

Ο Σελήμ, αφού επί τινα ώραν έμεινε συλλογισμένος, ως εάν προσεπάθει να συγκεντρώση τας δυνάμεις του, εχαμήλωσεν αιδημόνως τους οφθαλμούς και ήρχισε να διηγήται μετά φωνής ασθενούς και παλλομένης, ούτως ως εάν εξήρχετο από χαλασμένου μουσικού οργάνου:

– Εγεννήθην από Μπέηδες και είχα πλουσίαν οικογενείαν. Είχα ακόμη δυο αδελφούς ομομητρίους. Επειδή δε ήμην ο τελευταίος, και αδελφήν δεν είχομεν, η μητέρα μας η συγχωρεμένη, όχι μόνον δεν ήθελε να με εβγάλη από το “χαρέμι”, αλλά και μ’ εστόλιζεν ως να ήμουν κόρη. ‘Ηθελε βλέπεις η καϋμένη να γελά τον εαυτόν της και [να] παρηγορή την λύπιν της, διότι δεν είχε κ’ εκείνη μίαν θυγατέρα. ‘Εγινα δώδεκα χρόνων παιδί και ακόμη είχα μακρυά μαλλιά, “κηνιασμένα” νύχια, βαμμένα μάγουλα, κ’ εφορούσα κοριτσίστικα φορέματα. Η μητέρα μ’ εκαμάρωνε – Θεός συγχωρέσοι την! – τόσω περισσότερον, όσω φανερώτερονν ήτο, ότι μόνον εγώ την ωμοίαζα καθ’ όλα. Εγώ, ενόσω ήμην μικρός, υπέφερα να με ζωγραφίζουν και να με στολίζουν ωσάν κούκλα. Ενόσω όμως εμεγάλωνα, επερίσσευε και η αηδία μου διά τα χαϊδεύματα των γυναικών. Αυτό προξενούσε μεγάλην θλίψιν εις την καλήν μου την μητέρα, διότι το έβλεπεν η καϋμένη πως ήμουν ανυπόμονος, πως δεν έβλεπα την ώρα να πετάξω έξω από τα χέρια της. Τον πατέρα μας τον έβλεπα πολύ σπανίως. ήταν υπερήφανος, αυστηρός άνθρωπος και δεν ωμιλούσε πολύ εις το χαρέμι. Εμένα ποτέ δεν μ’ επήρεν εις την ποδιάν του να με χαϊδεύση. θαρρείς πως μ’ εσυχαινόνταν όταν μ’ έβλεπε με μακρυά μαλλιά και κοριτσίσια ρούχα. Ποτέ δεν μ’ εχάρισε τίποτα, και πάντοτε με ωνόμαζε με εμπαιχτικά παρονόματα. ‘Ηταν όμως και παλληκαράς άνθρωπος. αγαπούσε πολύ τα άλογα και τα όπλα και επερίπαιζε τα γυναικίστικα πράγματα. Εγώ μέσα τον ελάτρευα. κ’ επιθυμούσα να γίνω σαν εκείνον, ωπλισμένος καβαλάρης, τόσω θερμότερα, όσω περισσότερον επέμεναν να με κρατούν εις το χαρέμι!

– To βλέπω πως δεν μ’ αγαπάς εμένα, με είπεν η μητέρα μου μίαν ημέραν, ενώ εχάιδευε τα μαλλιά μου. Καϋμένο παιδί! Δεν το ξεύρεις πως ο πατέρας έχει τώρα και άλλην γυναίκα, πως εμάς δεν θέλει πια να μας γνωρίζει! Αν πας κ’ εσύ μαζί του, εγώ θ’ αποθάνω! Το ξεύρεις; – Μα έχει και εύμορφο “άτι” ο πατέρας, είπα εγώ τότε, ωσάν παιδί, έχει και χρυσά πιστόλια εις την μέση, γι’ αυτό έχει και άλλην γυναίκα. – Καλά, είπεν η μητέρα μου, ύστερα αφού εσκέφθη πολλήν ώρα λυπημένη. Το μπαϊράμι δεν είναι μακρυά αρνί μου. Αν θέλης να μ’ αγαπάς όσον σ’ αγαπώ εγώ, και πιστόλια θα σε αγοράσω τότε και ό, τι άλλο θελήσης. Δος με μόνον την υπόσχεσί σου πως δεν θα γένης και συ αδιάφορος σαν τ’ άλλα σου τ’ αδέλφια. – Καθώς είπα, θα ήμην έως δώδεκα χρόνων παιδί, και θαρρώ πως άλλο από το γάλα που μ’ εβύζαξε, τίποτα δεν ημπόρεσε να με αφομοιώση τόσον εις την μητέρα μου, όσον η υπόσχεσις ότι θα μ’ εβγάλη τα κοριτσίστικα και [θα] με φορέση πιστόλια. Αγάπην – αγάπην ησθανόμην δι’ αυτήν άπειρον και μόνον δι’ αυτήν την αγάπην της εστάθη δυνατόν να με έχουν τόσον καιρό μεταμορφωμένον και φυλακισμένον. Από την στιγμήν όμως που με έδωκε να καταλάβω, ότι ο πατέρας την καταφρονεί προς χάριν μιας άλλης, δεν ήξευρα με ποιον τρόπον να της φανερώσω την αγάπην μου όσον το δυνατόν περισσότερον. Ποτέ δεν έφευγα από κοντά της. Ποτέ δεν παρήκουσα τους λόγους της. – ‘Οταν με αγαπάς εσύ, έλεγε πολλές φορές η μητέρα μου – Θεός σχωρέσοι την, – δεν αισθάνομαι την περιφρόνησι των άλλων. Ιδέ τ’ αδέλφια σου, επήραν από τον πατέρα τους. δεν έχουν καρδιά μέσα στα στήθια. Μόνον εσύ ωμοίασες εμένα. Ο Θεός να σε δώση την ευλογία του!

Το μπαϊράμι δεν άργησε να έλθη, κ’ εγώ ευρέθηκα έξαφνα παλληκαράκι με το “τιπελίδικό” μου το “φέσι”, με πράσινα “τζαμεντάνια” και “ποτούρια”, με χρυσοκέντητα “τοζλούκια”, και κατά την υπόσχεσιν της μητρός, με δύο μικρά “πιστολάκια” εις το μεταξωτό μου ζωνάρι.

Επήγα να πετάξω από την χαρά μου. Πρώτα πρώτα έτρεξα να αγκαλιασθώ τον πατέρα μου. Τώρα πλέον δεν θα με περιπαίζη. Τώρα θα τον αρέσω. ‘Οσην χαρά άλλην τόσην λύπην επήρα, όταν με είδε κ’ εξύνισε το αυστηρό του πρόσωπο, και είπε πως δεν ηξεύρω να περπατώ σαν αγόρι!

‘Ελεγα άλλοτε με τον νου μου: αν δεν με αγαπά ο πατέρας ίσα με τ’ άλλα μου τ’ αδέλφια, φταίουν τα κοριτσίστικά μου φορέματα. Επερίμενα λοιπόν να με πάρη με το καλό, τώρα που ενδύθηκα ωσάν εκείνον, που εκαβαλίκευα περήφανος το αλογάκι κ’ επήγαινα εις το σχολείο. Τίποτε. Πάντοτε εγώ ήμην ο ανίκανος, ο δειλός, ο συχαμερός. ‘Ο, τι και αν έκαμνα, πάντοτε έφταια. ‘Ελυωνε η καρδιά μου, όταν έβλεπα πως ο πατέρας με κανένα τρόπον δεν ήθελε να με αγαπήση. Και όχι μόνον αυτό. Εθύμωνε όταν έβλεπε πως ο μεγαλύτερος αδελφός μου δεν άφινε τον μεσιανό να με καοκομεταχειρίζεται.

Το εναντίον, η μητέρα μου που τα εμάθαινε όλα προσπαθούσε να με κρατήση όσον το δυνατόν περισσότερον καιρόν κοντά της εις το χαρέμι, με την πρόφασιν ότι μ’ εδίδασκε το μάθημά μου. ‘Ηταν από μεγάλη οικογένεια και ήξευρε γράμματα. Κ’ εγώ το ήθελα να είμαι κάποτε μαζί της, διότι το έβλεπα πως ήτο δυστυχής, και ότι είχε πολλήν παρηγοριά όταν είμεθα μαζί, και ημπορούσε να με λέγη πόσες πίκρες την επότιζε η δεύτερη γυναίκα του ανδρός της. Η καρδιά μου έσταζεν αίμα όταν τα άκουα, μα ποτέ δεν απεφάσισα να μαλώσω με κανένα, να υπερασπιθώ την μητέρα μου διά την αδικία που υπέφερε. Διότι η μόνη μου επιθυμία ήτο να μ’ αγαπήση ο πατέρας μου. Λοιπόν έκαμνα ό, τι ήξευρα πως τον ευχαριστούσε, και προ πάντων προσπαθούσα να είμαι το ένα με τον μεγάλο μας αδελφό, εις τον οποίον είχεν ο γέρος πολλήν αδυναμίαν. Τον έμοιαζεν ως την τρίχα τον πατέρα μας, μα ήταν πολύ μαλακός, πολύ καλόκαρδος νέος. Πολλές φορές τον άκουσα να μ’ επαινή εις τον πατέρα, πολλές φορές προσπάθησε να με βάλη στην καρδιά του – εστάθηκεν αδύνατο. ‘Εγινα δεκαοχτώ χρονών παλληκάρι, ένα γλυκό λόγο δεν άκουσα από τα χείλη του. Εκεί μια μέρα ήλθαν να κληρώσουν στρατιώτας κ’ εβγήκεν ο κλήρος του αδελφού μου του μεγάλου.

– Χαίρω, πολύ χαίρω, είπεν ο πατέρας, όταν του εφέραμεν την είδησι. Ο Σερασκέρης είναι κάπως συγγενής μας, και αφού “κισμέτι” σου ήταν να γένης στρατιώτης, θέλω να γένης μαγάλος εις τα σταρτιωτικά. Θα στείλω ένα γράμμα εις τον Σερασκέρη και θα κάμης καθώς σε παραγγείλω.

Ο αδελφός μου έχασε την θωριά του, και καθώς έστεκε με σταυρωμένα χέρια εμπρός του, έτρεμε σαν το φύλλο. Ο πατέρας καθώς είπα, τον αγαπούσε περισσότερο από τους άλλους, μα ήταν αυστηρός, σκληρός άνθρωπος. εκείνο που ήθελε, έπρεπε να γίνη.

– Δεν είναι τίποτε για να φοβηθή κανείς, εξακολούθησε να λέγη ο πατέρας, όσον είναι γραφτό του ν’ αποθάνη με το μολύβι θ’ αποθάνη. Ακούω έξω βροντά το τουμπελέκι – οι νεοσύλλεκτοι μαζεύονται για να διασκεδάσουν – άιντε, πήγαινε ναυρής τους συντρόφους σου.

Ο ίδρως έσταζε από το πρόσωπο του αδελφού μου, τα μάτια του ήταν βαθειά σκοτιδιασμένα. Ο πατέρας δεν εγύρισε να τον ιδή. Αν δεν επρόφθανα να βάλω το χέρι μου αποκάτω στην μασχάλη του, να τον κρατήσω, θα έπεφτε λιποθυμισμένος εκεί πέρα. Ο πατέρας εγύρισε το πρόσωπό του από την άλλη μεριά, εσηκώθηκεν από το “μεντέρι”, και χωρίςνα προσθέση τίποτε, χωρίς να καλονυχτίση, επήγεν εις το χαρέμι. ‘Αλλη φορά ποτέ δεν είχε πάγει τόσον ενωρίς εις το χαρέμι.

‘Ηταν επάνω – κάτω δειλινό. τα “τουμπελέκια” έρχονται ολονέν κοντήτερα. φωνές ακούονταν: “Πολλά τα έτη του Σουλτάνου”!. βιολιά και λαγούτα ακούσθησαν έξω από την θύραν μας – ήρχονταν να το πάρουν. Ο αδελφός μου εχύθη εις το λαιμό μου, έκρυψε το πρόσωπό του εις τα στήθια μου, και με κάτι κλάμματα που εράγιζαν την καρδιά σου, με μια φωνή βαθειά βαθειά και απελπισμένη: – Δεν πηγαίνω! είπεν. Θα με σκοτώσουν εις τον πόλεμο. Δεν βαστώ να πάγω!

– Μην απελπίζεσαι, του είπα, αφέντη μου. είναι καιρός ακόμη έως ότου να πας. ο πατέρας μπορεί ακόμη να σ’ εξαγοράση. και αν δεν το κάμη, εγώ πηγαίνω εις τον τόπο σου. Μη φοβάσαι!

Ο θόρυβος έφθασεν επάνω στην σκάλα. το πράσινο “μπαϊράκι”, η σημαία της στρατολογίας, εφάνηκεν εμπρός. Οι νεοσύλλεκτοι κατόπιν. Μερικοί ήσαν μεθυσμένοι από κρασί και αφιόνι. μερικοί ήσαν μεθυσμένοι χωρίς να έπιαν τίποτε. ‘Ολοι όμως εφαίνονταν χαρούμενοι, και ας μην ήσαν καθόλου.

– ‘Ελα, αδελφέ Χασάνη, εφώναξεν ο σημαιοφόρος, ένας κοντός και χοντρός κακής διαγωγής άνθρωπος. Η Βασιλεία μας δίδει οχτώ μέρες διορία, να χαρούμε όπως θέλουμε, πριν έμβουμε στ’ “ασκέρι”. ‘Ελα. Και σαν έχης στο μάτι καμμιάν εύμορφη ρωμιά και σαν έχης κανένα από τους γκιαούρηδες “καρίζι” – έλα. να καιρός τώρα να βγάλης το “άχτι” σου. ‘Ο, τι κι αν κάνη κανείς τώρα, όλα σχωρεμένα.

Ο καϋμένος αδελφός μου! έμοιαζε τον πατέρα μου στην όψι, σκληρός και άγριος απ’ έξω, και κανένας δεν επίστευε πόσο μαλακός, πόσο ήμερος ήταν στην καρδιά. Και ήρχονται να τον πάρουν αρχηγό τους διά δαρμούς και σκοτωμούς, διά κλεψιές και μπερμπατιές που ελογάριαζαν να κάμουν!

Τα βιολιά έπαιζαν κάτω εις το κατώγι. οι δούλοι εμαζεύθηκαν όλοι μέσα στη σάλα. ο αδελφός ήταν κίτρινος σαν το κερί. Ο “μπαριακτάκης” τον πήρε και τον μίλησε ιδιαιτέρως. Αν ήμουν εγώ, ποτέ δεν θα μ’ έπαιρναν μαζί τους. Μα ο αδελφός μου δεν είχε θέληση. Σαν τους είδε όλους με τόση ψευτοπαλληκαριά, παραδώθηκε θαρρείς εις την προαίρεσί τους. Εκρέμασε το κεφάλι του και τους ακολούθησε. Δεν πειράζει, είπα μέσα μου, ας πάγη μαζί τους να διασκεδάση. Θα πάρη θάρρος. Αφού το θέλει ο πατέρας, δεν είναι τρόπος να μην πάγη στρατιώτης. Εκείνη την νύκτα δεν ήλθε να κοιμηθή στο σπίτι. κ’ επειδή επρόφθασε κ’ έφυγε και ο άλλος αδελφός μου μαζί τους, εγώ ο μικρότερος έπρεπε να μη λείψω από το “σελαμλίκι”. Τα τύμπανα βροντούσαν όλη νύχτα, και δυο φορές έστειλα να εξετάσουν οι δούλοι μην τύχη και τον εμέθυσαν άσχημα. Δεν είχε τίποτε ως τα μεσάνυχτα.

Το πρωί πρωί εβγήκα να πάγω να τον πάρω, γιατί ένοιωσα τον άλλον αδελφό μου που ήλθε μόνος και επλάγιασεν εις το κρεββάτι. Δεν επήγα πολύ μακρυά, να ο “Μπαριακτάρης”, με πεντέξη νεοσύλλεκτους καταπόδι του, με κρεμασμένα κεφάλια και “αυτός ο τοίχος δικός μου!”, “αυτός ο τοίχος δικός σου!”. Τόσω μεθυσμένοι ήσαν.

– Πού είναι ο Χασάν ο αδελφός μου; τον ηρώτησα.

– Επήγε στο διάβολο! εμούγκρισεν εκείνος, βραχνά βραχνά. ‘Αφησε τα συντρόφια του κ’ επήγε στο διάβολο!

Ετοιμαζόμην να προχωρήσω, όταν είδα τον δούλο ενός πλουσίου νέου.

– Ο αδελφός μου ψες το βράδυ ήταν με τον αφέντη σου, του λέγω. ξέρεις πού είναι τώρα;

– Πάλε μ’ εκείνον είναι, απήντησεν αυτός κ’ έκλεισε πονηρά το μάτι.

– Μα πού είναι; Στο κονάκι σας;

– Θεός φυλάξοι! λέγει αυτός, τέτοια φτερουγιασμένα πουλιά μεσ’ στο κλουβί τι θέλουν;

– Δεν έχω διάθεσι ν’ ακούω τες συχαμάρες σου, του λέγω τότε. Ξεύρεις να με πης τι έγινε ο αδελφός μου;

– Ξεύρω, είπεν εκείνος τότε με αυθάδεια. ‘Εγινε λιπόστρατος.

Δεν επρόφθασε να πη την λέξι, τον αρπάζω από το καρύδι του λαιμού με τόσην δύναμι, όπου τα μάτια του εβγήκαν σαν τα αυγά από την θέσιν τους.

– Σκύλλε, του είπα, πάρε πίσω αυτήν την βλαστημιά, ειδεμή σε παίρνω την ζωή σου!

– Αμάν! αμάν! εβόγγησεν εκείνος μισοπνιγμένος. άφησέ με και δεν το λέγω. Δεν το είπα κανενός άλλου.

– ‘Ελα εδώ, άθλιε, του είπα τότε, και τον έσυρα μέσα εις το σπίτι.

– Εγώ δεν φταίγω τίποτε, είπεν. είμαι δούλος κ’ έκαμα ό, τι μ’ επρόσταξαν. ετοίμασα τ’ άλογα και τους εφύλαγα έξω από το χωριό. τ’ άλλα τα χρειαζούμενα τα έφερε όλα ο αδελφός σου ο δεύτερος. Δεν σε το είπε που τον εβοήθησε να φύγη; θα ήτανε δυό ώρες περασμένα τα μεσάνυχτα που τους εδώκαμε δρόμο.

Του έκλεισα ένα φλουρί στο χέρι, και – Κύτταξε καλά, του είπα, αν μάθω πως εφλυάρησες τίποτε – σ’ έχω σκοτωμένο!

‘Υστερ’ από δυο τρεις ώρες εστεκόμουν εμπρός εις το στρατιωτικόν συμβούλιον και έδιδα προφορικήν ομολογίαν: “Επειδή ο μεγαλείτερός μου αδελφός είναι απαραίτητος εις την οικογένειάν μας, έρχομ’ εγώ να τον αντικαταστήσω κατά το δικαίωμα το οποίον με δίδει ο νόμος και η συνήθεια του τόπου”.

Η υπόληψις της οικογενείας μας ήτο μεγάλη, ο πατέρας μου, εάν ήθελε, ημπορούσε να τον εξαγοράση τον αδελφό μου. Το συμβούλιο λοιπόν δεν εψιλολόγησε πολλά πράγματα. ο γραμματεύς έσβυσε το όνομα του Χασάν και έγραψε το ιδικό του. ‘Εδωκα τον όρκον εις τον Σουλτάνον και την σημαίαν, και εσκεπτόμουν καθώς έβγαινα την θύρα με τι τρόπο ν’ αναφέρω το πράγμα στον πατέρα μου. Ο γέρος ήταν φιλότιμος, υπερήφανος, ιδιότροπος άνθρωπος. εμπρός εις την υπόληψίν του την ζωή δεν την είχε τίποτε. Στου κόσμου τα μάτια την έσωσα την υπόληψί μας. κανείς δεν είχε το δικαίωμα να είπη τον αδελφό μου λιπόστρατον, αφού εγώ ήμην ο νεοσύλλεκτος. Αλλά ο πατέρας; ο πατέρας ελογάριαζε τα πράγματα με τον ιδικό του τον τρόπο – πώς θα τον εύρη άρα γε αυτό που έγινε;

Εκεί που είχ’ αυτά στον νουν μου κ’ εκαταίβαινα την σκάλα, να ένας ταχυδρόμος ώρμησε μέσα στην αυλή του διοικητηρίου. Το άλογό του έπλεεν εις τον ίδρω, – Βασιλικό διάταγμα: Οι νεοσύλλεκτοι να ξεκινήσουν αυτήν την στιγμή διά την Αδριανούπολι. Μ’ εφώναξαν οπίσω και με κράτησαν, και έστειλαν να συναθροίσουν και τους άλλους.

Τότε δεν ήξευρα ακόμη τ’ είν’ ο στρατιώτης. ένα λεπτό, τους παρεκάλεσα, να πεταχτώ, ν’ αφήσω της μητέρας μου υγείαν – αδύνατον. ‘Ολων τα πρόσωπα ήταν σοβαρά. ο αξιωματικός που ήλθε διά την κλήρωσι – Θεός να σε φυλάξη! Ο ταχυδρόμος ήρχετο από την πρωτεύουσα..τον ηρώτησαν τα νέα. εις ολίγην ώρα τάμαθεν ο κόσμος: Το κράτος έχει πόλεμο με την Ρουσσία – ήταν ο πόλεμος της Κριμαίας όπου άρχισε.

Με τον κατάλογο στο χέρι, ο χιλίαρχος εμάνδριζ’ έναν νεοσύλλεκτο μέσα εις ένα “αχούρι”. εμένα με είχαν βάλει αυττού μέσα πρώτο πρώτο. Ενόμιζες πως του εσκότωσε κανείς από εμάς τον πατέρα του. με τέτοιο τρόπο μας εκύτταζε. ‘Οσο τον συλλογιούμαι τώρα, θαρρώ πως δεν εχθρεύθηκα, δεν ημπορώ να εχθρευθώ κανένα εις τον κόσμο περισσότερο από εκείνον τον κακούργο!

– Μια στιγμή! Μισή στιγμή! Εδώ είναι ζωή ή θάνατος. ‘Οποιος πηγαίνει δεν ηξεύρει αν θα γυρίση πίσω. Μια στιγμή για να φιλήσω το χεράκι της μητέρας μου, να πάρω την ευχή της!

– Αδύνατον! Αδύνατον!

‘Οταν μας έβγαλαν εις την αυλή διά ν’ αναχωρήσωμεν, διέκρινα τον δεύτερό μου αδελφόν, μέσα εις το πλήθος που ήλθε ν’ αποχαιρετήση τους ιδικούς του. Δεν ήξευρε τι έκαμα εγώ εις το μεταξύ, και απορούσε πώς εστέκουμουν εις την σειρά με τους νεοσύλλεκτους

– Ο πατέρας – είπε, σαν ήλθε κοντά μου – μ’ έδωκεν ένα γράμμα κ’ ένα πουγγί να τα δώσω του Χασάνη. με παρήγγειλε να του ειπώ πως τον στέλλει την ευχή από την μέση της καρδιάς του, να φανή άξιο παιδί του, να μην το ντροπιάση. ‘Ηθελε να έλθη και ο ίδιος να τον αποχαιρετήση μα το πράγμα ήλθε πολύ έξαφνα και φοβήθηκε γιατί το παιδί του πάγει στρατιώτης. Πού είναι ο Χασάνης;

– Εσύ ξεύρεις πολύ καλά πως ο εφέντης ο αδελφός μου είναι εκεί που δεν έπρεπε να είναι, είπα εγώ τότε, και είναι με την σύμπραξί σου. Αλλά καθώς βλέπεις, η θέσις του δεν είναι άδεια Και αν θέλης να μην εύρης αυτήν την φορά τον μπελά σου διά την άτιμη χάρι που του έκαμες, άκουσε τι θα σε ειπώ. Οι χωροφύλακες θα σταλούν κατόπιν εις τους λιποτάκτας με αυστηρή διαταγή να τους πιάσουν. Εσύ που ξεύρεις το καταφύγιό τους, τρέξε να σώσης τον αδελφό μας. Δεν ηξεύρει κανείς πως είναι λιπόστρατος. διότι εγώ, πριν ζητηθή εκείνος, έδωκα “τακρίρι” κα έγινα δεκτός, καθώς με βλέπεις, εις αντικατάστασίν του.

Ειπέ του λοιπόν να γυρίση αμέσως οπίσω, μην τύχη και μαθευθή ότι έφυγε διά να γλυτώση, και μη προσβληθή η φιλοτιμία της οικογενείας μας. Εις τον πατέρας να πης πως φιλώ το χέρι του με δάκρυα, και παρακαλώ να με δώση την ευχή του. ειπέ του, εγώ επαρεκάλεσα τον Χασάνη να με αφήση να πάγω εις την θέσι του. ‘Ηξευρα πόσο τον αγαπά ο πατέρας, και δεν ήθελα να τον στερηθή στα γηρατειά του.

Αυτά επρόφθασα και του είπα, όταν έξαφνα εσήμανεν η τρομπέττα. Τα δυο τ’ αδέλφια αγκαλιασθήκαμε με δάκρυα στα μάτια – ποιος ηξεύρει αν θα ξαναϊδωθούμε! – η τρομπέττα εσήμανεν ακόμη μια φορά, οι αξιωματικοί εκαβαλίκευσαν.

– Πάρε αυτό το δαχτυλίδι, είπα, και δος το της μητέρας μου. Πώς ήθελα να ήτανε καμμιά φτωχή γυναίκα, ωσάν αυτές που αγκαλιάζουν τα παιδιά τους εδώ μέσα εις τον κόσμο, διά να ημπορούσα να την έβλεπα ακόμη μια φορά πριν αναχωρήσω, ν’ ακούσω μιαν ευχή από τα χείλη της τα άγια. Μα εκείνη είναι χανούμισσα, μεγάλου μπέη θυγατέρα, δεν ημπορεί να έβγη από το χαρέμι, κ’ εμένα δεν μ’ άφηκαν! Δος της το δαχτυλίδι! ‘Οταν θωρή την διαμαντόπετρα οπού αστράφτει ανάμεσα στο μάλαμα, ας με θυμάται, ας θαρρή πως βλέπει το παιδί της.

Η τρομπέττα εσήμανε τρίτη φορά. Εμπρός εις την αυλόθυρα ένας “ιμάμης” έσφαξ’ ένα πρόβατο, και εχύθηκε το αίμα εις τον δρόμο μας. ύστερα εσήκωσε τα χέρια να προσευχηθή μέσ’ στην καρδιά του και να μας ευλογήση. Μέσα στην νεκρική σιγή, ακούστηκε το τουμπελέκι έξαφνα γοργό γοργό και άγριο, υψώθηκε η πράσινη σημαία και όλοι εφωνάξαμε με την καρδιά μας: Πολλά τα έτη του Σουλτάνου!

*
*  *

Ολόκληρη τη νουβέλα του Βιζυηνού θα τη διαβάσετε στα:
Νεοελληνικά διηγήματα, Επιμέλεια Πάνος Μουλλάς, Αθήνα, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1998, σσ. 202-252.
ή στη διεύθυνση http://www.sarantakos.com/kibwtos/bizuhnos_moskwb.html

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...

Αφήστε μια απάντηση