Ο λιποτάκτης

Του Μίλαν Κούντερα

Ο Όμηρος δεν αμφισβητεί τους λόγους που οδήγησαν τους Έλληνες στην πολιορκία της Τροίας. Αλλά ο Ευριπίδης, όταν ύστερα από αιώνες ρίχνει το βλέμμα του στον ίδιο αυτό πόλεμο, καθόλου δε θαυμάζει την Ελένη, και δείχνει τη δυσαναλογία ανάμεσα στην αξία αυτής της γυναίκας και στις χιλιάδες ζωές που θυσιάστηκαν γι’ αυτήν. Στον Ορέστη βάζει τον Απόλλωνα να λέει: ”[την Ελένη] τη στείλανε στη γη οι θεοί, για να βάλει να πολεμήσουνε εξαιτίας της καλλονής της οι Έλληνες με τους Τρώες, και έτσι να σκοτωθεί πολύς κόσμος και ν’ αδειάσει η γη απ’ αυτό το ανυπόφορο πλήθος των ανθρώπων”(*). Ξάφνου τα πάντα είναι ολοκάθαρα: το νόημα του πλέον ξακουστού πολέμου καμία σχέση δεν είχε με οποιαδήποτε μεγάλη υπόθεση∙ μοναδικός σκοπός του ήταν το μακελειό. Τότε όμως, μπορούμε να μιλούμε ακόμα για το τραγικό;

Ρωτήστε γύρω σας ποια ήταν η πραγματική αιτία για τον πόλεμο του ’14. Κανένας δεν θα ξέρει να σας απαντήσει, μολονότι αυτό το απέραντο σφαγείο βρίσκεται στις ρίζες όλου του αιώνα που έκλεισε πρόσφατα και όλων των δεινών του. Να μας έλεγε τουλάχιστον κανείς πως οι Ευρωπαίοι σκοτώθηκαν μεταξύ τους για να σώσουν την τιμή ενός κερατά!

Ο Ευριπίδης δεν έφτασε ως το σημείο να βρει κωμικό τον πόλεμο της Τροίας. Το βήμα αυτό το έκανε ένα μυθιστόρημα. Ο στρατιώτης Σβέικ του Χάσεκ αισθάνεται να τον αφορούν τόσο λίγο οι σκοποί του πολέμου, που δεν τους αμφισβητεί καν∙ δεν τους ξέρει∙ δεν προσπαθεί να τους μάθει. Είναι φριχτός ο πόλεμος, αλλά αυτός δεν τον παίρνει στα σοβαρά. Δεν παίρνει κανείς στα σοβαρά κάτι που δεν έχει νόημα.

Κάποιες στιγμές μπορεί η Ιστορία, με τις μεγάλες υποθέσεις της και με τους ήρωές της, να εμφανίζεται γελοία, ακόμα και κωμική, είναι όμως δύσκολο, απάνθρωπο, έως και υπεράνθρωπο, να τη βλέπουμε μονίμως έτσι. Ίσως μπορούν οι λιποτάκτες. Ο Σβέικ είναι λιποτάκτης. Όχι με τη νομική έννοια του όρου (αυτός που εγκαταλείπει παρανόμως το στρατό), αλλά με την έννοια της απόλυτης αδιαφορίας απέναντι στη μεγάλη συλλογική σύγκρουση. Από όλες τις απόψεις, πολιτική, νομική, ηθική, ο λιποτάκτης εμφανίζεται ενοχλητικός, καταδικαστέος, σχεδόν ταυτόσημος με τους δειλούς και τους προδότες. Το βλέμμα του μυθιστοριογράφου τον βλέπει διαφορετικά: λιποτάκτης είναι αυτός που αρνείται να δεχτεί πως έχουν νόημα οι αγώνες των συγχρόνων του. Που αρνείται να δει τραγικό μεγαλείο στις σφαγές. Που απεχθάνεται την ιδέα να συμμετέχει σαν γελωτοποιός στην κωμωδία της Ιστορίας. Ο τρόπος με τον οποίο βλέπει τα πράγματα είναι συχνά διαυγής, πολύ διαυγής, αλλά κάνει έτσι τη θέση του δυσβάστακτη∙ τον αποκόβει απ’ τους δικούς του∙ τον απομακρύνει από την ανθρωπότητα.

(Στον πόλεμο του ’14 όλοι οι Τσέχοι ένιωθαν ξένοι προς τους σκοπούς για τους οποίους τους είχαν στείλει να πολεμήσουν η Αυτοκρατορία των Αψβούργων∙ άρα ο Σβέικ, περιτριγυρισμένος από λιποτάκτες, ήταν μοναδική περίπτωση λιποτάκτη: ένας ευτυχισμένος λιποτάκτης. Όταν σκέφτομαι την τεράστια δημοτικότητα που έχει ακόμα στη χώρα του, μου περνάει από το νου η ιδέα πως τέτοιες μεγάλες συλλογικές καταστάσεις, καταστάσεις σπάνιες, σχεδόν κρυφές, που δεν τις μοιράζονται άλλοι, μπορούν να προσδώσουν ακόμα και λόγο ύπαρξης στη ζωή ενός έθνους.

(*) Μετάφραση Γιάννη Τσαρούχη, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1989, σ. 126.

Από το βιβλίο ”ο πέπλος”, ΔΟΚΙΜΙΟ ΣΕ ΕΦΤΑ ΜΕΡΗ του ΜΙΛΑΝ ΚΟΥΝΤΕΡΑ, Μετάφραση ΓΙΑΝΝΗΣ Η. ΧΑΡΗΣ από τις εκδόσεις βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ.

http://dimentes12.blogspot.com/2009/11/blog-post_19.html

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...

Αφήστε μια απάντηση