Το τέλος του μακροχρόνιου σπαραγμού

Του Πάνου Κουτρουμπούση

Καμιά ντουζίνα αιώνες μετά που η ανθρωπότητα είχεν εξαπλωθεί ώσπερ η επάρατος σε αμέτρητου ς πλανήτες του Γαλαξία φύρδην μίγδην που καμιά Υπηρεσία δεν είχεν πλέον πλήρη κατάλογο πώς και πού είχαν αποικίσει όλα εκείνα τα μπουλούκια, εσυνέβει στ’ ανοιχτά του πλανήτη Φλοράνς 4, στο μαύρο σαν κατράμι διάστημα, να βρίσκεται εν πλήρης εξέλιξις η πιο τελευταία και πιο μεγαλύτερη σύγκρουση ενός εξοντωτικού διαστρικού πολέμου που χρόνια τώρα καταταλαιπωρούσεν τόσον τες αήττητες δυνάμεις της Γαλαχτικής Ομοσπονδίας της Γης όσον και τες αήττητες δυνάμεις του Αγνώστου Εχθρού. Αμέτρητες ήνταν οι ως τώρα απώλειες σε έμψυχον και άψυχον υλικόν – και ειδικά το άψυχον ήνταν το σημαντικότερον καθότι από έμψυχον η Ομοσπονδία είχε να φαν’ κι οι κότες που λέει ο λόγος, ενώ άψυχον … άντε να ξαναφτιάξουν τόσα χτίρια και μηχανίσματα και περιουσιακά στοιχεία τόσων κατοικημένων πλανητών, όταν οι ίδιοι οι πλανήτες έχουν ολόκληροι ανατιναχτεί ανεπανόρθωτα. Όσο για το πώς άρχισεν αυτός ο σπαραγμός, τρέχα γύρευε να βγάλεις άκρη. Μάλλον κάνας καυγάς στο σκοτεινό κενό μεταξύ αγνώστων συναμεταξύ τους αστροπλοίων. Σού’πα-μού’πες, ξέρεις ρε ποιος είμ’ εγώ, τίποτις τέτοια.

Έτσι λοιπόν φτάσανε τα πράμματα σ’ ετούτην την κατάντια έξω απ’ τον πλανήτη Φλοράνς 4 κι ο ναύαρχος Πούφτερ, ο νεαρός βετεράνος ανώτατος διοικητής των στόλων της Γαλαχτικής Ομοσπονδίας, έβλεπε, απ’ τες οθόνες ελέγχου της ναυαρχίδος Τακαναπά-νομου, την αρμάδα των αστροπλοίων του ν’ αποδεκατίζεται. Αλλά και τα πλήγματα όπου κατέφερον οι γενναίοι του πλοίαρχοι εναντίον εις τους σχηματισμούς του Εχθρού ήνταν εξίσου συντριπτικά, άλλο πράμμα. Όπερ έδει δείξαι, η τελική έκβαση του μακελειού μέχρι στιγμής παραμένει αβέβαιη, ενώ το γαλαχτικό κενό βογγάει απ’ το πυρηνικό μπουμπουνητό των συγκρούσεων.

Ξαφνικά όμως ο ναύαρχος, εκεί που δεν το περίμενε κανείς, λαβαίνει στη γέφυρα ταχυονικό σήμα απ’ την ναυαρχίδα του Άγνωστου Εχθρού -και μάλιστα σε άπταιστη γεογαλαχτική γλώσσα- με το οποίον ο διοικητής τους ζητάει ανακωχή δια συνάντησις αρχηγών. Αυτό ήνταν πάρα πολύ περίεργο καθότι ποτές των ποτών δεν είχασιν ως τώρα έρθει σε επαφήν οι αντίπαλες κοινωνίες και ούτε είχεν ποτές δει άνθρωπος τον Εχθρό φάτσα με φάτσα. Στις διαστρικές μάχες, ως γνωστόν, δεν υπάρχουν τραυματίες και αιχμάλωτοι παρά μόνον φωτεινά ραδιενεργά αέρια. Πώς έγινε λοιπόν να ξέρει ο Εχθρός φαρσί τη γλώσσα της Ομοσπονδίας; Μυστήριο.

Όμως το πράμμα δεν σήκωνε καθυστερήσεις και λοιπόν ο Πούφτερ απαντάει και δέχεται την πρόταση και αντιπροτείνει επί τόπου νυχτερινή συνάντηση στην έρημο της μίας και μόνης ηπείρου του Φλοράνς 4. Μετά οι δύο ναυαρχίδες αποσπούνται απ’ τους σχηματισμούς τους και λίγο αργότερα μπαίνουν στην παρφουμαρισμένη ατμόσφαιρα του Φλοράνς 4 -εξ ού και επήρε το όνομά του ο πλανήτης τούτος- και ακόμη λίγο αργότερα προσεδαφίζονται.

Μέσα στην ναυαρχίδα Τακαναπά-νομου επικρατεί ο συνηθισμένος οργανωμένος πανζουρλισμός καθώς όλο το στρατιωτικό και τεχνικό προσωπικόν τρέχουν δεξιά κι αριστερά στα καθήκοντά τους σε ρυθμό πανικού. Ο δε ναύαρχος, λουσμένος στον λευκό φωτισμό προσεδάφισης, κατευθύνεται προς το σπηλαιώδες γκαράζ εξόδου όπου τον περιμένουν οι τεχνικοί που θα τον ντύσουν την στολή μάχης και θα τον κλείσουν στην στενή καμπίνα ελέγχου ενός μαντράχαλου ρομπότ πέντε μέτρα μπόι, που με αυτό θα βγει απ’ τες διπλές πύλες του γκαράζ στο έδαφος για ν’ αντιμετωπίσει το ραντεβού με τον Άγνωστο Εχθρό.

Τελικά, ο ναύαρχος Πούφτερ, φορώντας το ρομπότ -ή το ρομπότ, κουβαλώντας στα σπλάχνα του τον ναύαρχο- πατάει την ποικιλόχρωμη άμμο του πλανήτη και, απ’ την εσωτερική οθόνη του, εντοπίζει σε μικρή απόσταση τη δισκόμορφη ναυαρχίδα του Εχθρού, να πάλλεται με φόντο τον ουρανό του Φλοράνς 4 που αστράφτει στο κέντρο του Γαλαξία, λαμπερός απ’ το αμέτρητο πλήθος των άστρων που συνωστίζονται.

Τότε δεν περνάει μισό λεφτό και ένα τμήμα του τρούλου της άλλης ναυαρχίδας συμπτήσσεται και απλώνει μια ράμπα κι από κει κατεβαίνει στο έδαφος ένα γυαλιστερό χρυσοπράσινο πλάσμα, πανύψηλο όσο και το ρομπότ που φορούσε ο ναύαρχος περίπου, και αρχίζει να τον πλησιάζει αργά αλλά σταθερά.

– Ναύαρχε Πούφτερ!, ακούγεται η ενισχυμένη βροντώδης και μεταλλική φωνή του γίγαντα Εχθρού. «Λέγομαι Βέρα και είμαι στρατηλάτης των δυνάμεων των Φάκμι. Και ωφείλω να δηλώσω ότι μένω κατάπληκτος απ’ το παρουσιαστικό σας και το μπόι σας».

Αμ εγώ να δεις! σκέφτεται ο καλός σου ο ναύαρχος. Όμως, δεν έχει φτάξει εις το ανώτατο στρατιωτικό αξίωμα όντας αργόστροφος αλλά επειδής ακριβώς μπορεί να λαβαίνει αστραπιαίες και σωστές αποφάσεις. Ετούτη η ικανότητά του είναι παροιμιώδης. Και εξάλλου, εδώ που τα λέμε, είναι και κατευθείαν απόγονος του πανάρχαιου Έλληνος πανoύργoυ και ηρωικού Οδυσσέα, άσχετον αν όχι μόνον δεν έχει ιδέα περί αυτού του πράγματος αλλά ούτε απαυτός του ούτε κανένας άλλος εδώ και αιώνες γνωρίζει καν τίποτες περί Οδυσσέα. Αυτά όμως είναι αναπόφευκτα σε τέτοιου είδους περιπτώσεις διαστρικής ανάπτυξης και προόδου, τι να κάνουμε;

Τελoσπάντων, ο ναύαρχος δεν χάνει καιρό με σκέψεις περί ανακωχή και άσκοπες κουβέντες αλλά οδηγεί με βήμα ταχύ το ρομπότ του καταπάνω στον απαστράπτοντα πανύψηλο Εχθρό, ο οποίος ίσα-ίσα προφταίνει να βροντοφωνάξει «Κρατήστε την απόσταση» πριν αρχίσει να δέρνεται ανηλεώς απ’ το ρομπότ που κυβερνάει ο Πούφτερ, με αλλεπάλληλα και αποτελεσματικά χτυπήματα στο κεφάλι και στον λαιμό χωρίς να μπορεί να αμυνθεί καθόλου, έτσι ξαφνιασμένος που είναι, και ζωσμένος από ηλεκτρικές εκκενώσεις και πολύχρωμες σπίθες και καπνούς απ’ τα χτυπημένα του μέρη, ο στρατηλάτης Βέρα γκρεμίζεται στην άμμο σε κακό χάλι να τον κλαίν’ κι οι ρέγγες.

Ο ναύαρχος Πούφτερ, πολεμικό είδωλο όλων των κόσμων της Ομοσπονδίας στο άνθος της ηλικίας του, αποσυνδέεται απ’ τον θαλαμίσκο του και ξεπετιέται σαν αίλουρος απ’ το ρομπότ με τον πυρηνικό διασπαστήρα στην παλάμη. Τα παντοειδή εξαρτήματα της σκοτεινής στολής μάχης που φοράει αντανακλάνε το φως των τόσων άστρων. Και τα μάτια του πετιόνται γουρλωμένα πίσω απ’ τα διάφορα φίλτρα της κάσκας και πάει να του φύγει το τσερβέλο απ’ τα απίθανα που ξετυλίγονται μπροστά του.

Διότι, ενώ απ’ τον πεσμένον μπρούμυτα Βέρα ακούγονται κατιτίς παθιάρικες μελωδίες από βιολί, ανοίγει μια ως τότε αόρατη ερμητική θυρίδα ανάμεσα στις ωμοπλάτες του κι από μέσα ξετρυπώνει -αν είναι δυνατόν!- μια ωραία μελαχροινή δεσποινίς με αμυγδαλωτά μάτια να την πιεις στο ποτήρι, φέρουσα ροζ στολή από εφαρμοστό, αλλά «πολύ» εφαρμοστό, υλικό. Ο Εχθρός προφανώς εχρησιμοποίησεν τον ίδιον τρόπον παραπλάνησης δια ρομποτικού εξωσκελετού. Αλλά όμως, τι Εχθρός!

– Δε … δεν μπορεί…, αρθρώνει με δυσκολία ο Πούφτερ. «Και τόσον καιρό νομίζαμε πως είχαμε να κάνουμε με κάποιαν αδυσώπητη, αιμοσταγή, αιμοβόρα, αιμοδιψή, αιμοχαρή, ανελέητη και απάνθρωπη ράτσα! .. Ζαχαροπλάστης ήταν ο μπαμπάς σας; Θα πρέπει να γνωριστούμε καλύτερα .. .»

– Το ελπίζω κι εγώ, Ναύαρχε Πούφτερ, απαντάει γλυκά και σκερτσόζικα η στρατηλάτις Βέρα. «Αλλά, πέστε μου πρώτα: έχετε στην Ομοσπονδία τον θεσμό του γάμου; Και αν ναι, υπάρχουν αρκετοί ελεύθεροι άνδρες; Στους πλανήτες των Φάκμι επικρατεί, ξέρετε, τρομερή λειψανδρία».

Βεβαίως, εννοείται ότι σε ολίγες μέρες πόλεμος δεν υπήρχεν πλέον ούτε για δείγμα. Ο δε ναύαρχος Πούφτερ έφευγεν με την ωραία Βέρα δια τον μήνα του μέλιτος σε μαγικούς Γαλαξίες.

Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε ειδικά για το περιοδικό «Ιδεοδρόμιο» στα τέλη του 1993. Βιογραφία του Koυτρουμπούση και κοινωνικές αναδρoμές υπάρχουν σε έκταση σε μια συνέντευξη στο περιοδικό «MERLIN’S», Νο 6/95/600 ΔΡΧ. Στο περιοδικό μας, ειδικοί συνεργάτες μαζί με τον Λεωνίδα Χρηστάκη ετοιμάζουν κάποιο άλλο αποκαλυπτικό στον Πητ, Πάνο ή Παναγιώτη Kουτρουμπούση αφιέρωμα.

Κ.Δ.Ο.Α. (=Κτηνώδης Δύναμη Ογκώδης Άγνοια)

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...

Αφήστε μια απάντηση