H άνοιξη οργίαζε στο Βερολίνο και τα Ες Ες συνέχιζαν να κρεμάνε «λιποτάκτες»,

H ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΡΑΪΧ

Του Νίκου Χειλά

Οι τελευταίες ώρες του Χίτλερ

H 20ή Απριλίου ήταν μια ωραία ανοιξιάτικη ημέρα στo Στράουσμπεργκ. Ο ήλιος έλαμπε, τα πουλάκια κελαηδούσαν, τα δέντρα άνθιζαν. Στα κλαδιά τους όμως κρέμονταν όχι μόνο άνθη, αλλά και άνθρωποι. Γερμανοί στρατιώτες, που είχαν κρεμαστεί, προς παραδειγματισμόν, από τους τελευταίους πιστούς του Χίτλερ, επειδή αρνούνταν να προβάλουν άσκοπη αντίσταση στην προέλαση των σοβιετικών στρατευμάτων. Το «μονοπάτι με τις κερασιές», το σήμα κατατεθέν της ειδυλλιακής αυτής κοινότητας 30 χιλιόμετρα δυτικά του Βερολίνου, είχε γεμίσει σώματα απαγχονισμένων.

Αλλού, στην ύπαιθρο, οι αγχόνες ήταν μηλιές, στη γερμανική πρωτεύουσα οι στύλοι του ηλεκτρικού – στη λεωφόρο Φράνκφούρτερ Αλέ, κάθε δεύτερος. Στον λαιμό ενός απαγχονισμένου είχε τοποθετηθεί η επιγραφή: «Εγώ, ο υπαξιωματικός Χάινριχ Λέμαν, ήμουν πολύ δειλός για να υπερασπιστώ γυναίκες και παιδιά. Γι’ αυτό κρέμομαι εδώ».

Ο αριθμός των θανατικών ποινών από ναζιστικά στρατοδικεία την περίοδο του πολέμου ξεπερνά τις 50.000. Από αυτές 30.000 -35.000 επιβλήθηκαν εις βάρος ανδρών του τακτικού στρατεύματος (Βέρμαχτ). Και οι περισσότεροι από αυτούς πάλι εκτελέστηκαν λίγες εβδομάδες πριν από τη συνθηκολόγηση του ναζιστικού καθεστώτος, την 8η Μαΐου 1945. Ηταν η εποχή της αποχώρησης της Βέρμαχτ (του γερμανικού στρατεύματος) από τις κατεχόμενες χώρες και τα Ες Ες, η στρατιωτική υπηρεσία ασφαλείας, κατανάλωναν όλη την ενέργειά τους στην καταδίωξη λιποτακτών.

Εδώ είναι η Κόλαση»

H οπισθοχώρηση της Βέρμαχτ συνοδευόταν από την επίθεση των Συμμάχων. Τα αεροπλάνα των δυτικών χωρών ισοπέδωναν τις γερμανικές πόλεις. Ενας άγγλος πιλότος που πήρε μέρος στον βομβαρδισμό του Αμβούργου έλεγε αργότερα: «Ολα είχαν πιάσει φωτιά. Ετσι ακριβώς θα πρέπει να είναι η Κόλαση». Ταυτόχρονα οι άνδρες του σοβιετικού Κόκκινου Στρατού προωθούνταν προς το Βερολίνο – σκοτώνοντας, λεηλατώντας, βιάζοντας. Μία στις πέντε γυναίκες στη λεγόμενη «σοβιετική ζώνη» έπεσε τότε θύμα βιασμού. Στους πέντε μήνες από τον Ιανουάριο ως τον Μάιο του 1945 σκοτώθηκαν περισσότεροι Γερμανοί από ό,τι τα πέντε χρόνια του πολέμου προηγουμένως – ανάμεσά τους και 100.000 αυτόχειρες, που φοβήθηκαν την εκδίκηση των νικητών. Ο πόλεμος, που ξεκίνησε το 1939, πρώτον εναντίον της Πολωνίας και ύστερα κατά ολόκληρου του κόσμου, επέστρεψε έτσι στη Γερμανία.

Σκηνές αλλοφροσύνης και στο Βερολίνο. Αλλά στο καταφύγιο της καγκελαρίας, όπου είχε οχυρωθεί η χιτλερική ηγεσία, αυτό δεν γινόταν αντιληπτό. Το μπούνκερ είχε τη δική του κόλαση. Στον προθάλαμό του, γράφει στο σενάριο της πολύκροτης ταινίας «H πτώση» ο ιστορικός Γιόαχιμ Φεστ, βρίσκονταν εκατοντάδες τραυματίες, που ούρλιαζαν, ικέτευαν ή ψυχορραγούσαν περιμένοντας ιατρική αρωγή. Οι εικόνες, συνεχίζει, θύμιζαν Ιερώνυμο Μπος. Αλλά ο Φύρερ πέρα βρέχει. «Είχε χάσει από καιρό την επαφή με την πραγματικότητα» λέει ο Φεστ. Και οι επιτελείς του, που ήξεραν καλύτερα την κατάσταση, ήταν πολύ αδύναμοι για να του βάλουν πόδι. Εξάλλου οι πληροφορίες που διεισέδυαν εκεί από έξω ήταν συγκεχυμένες. Οχι μόνο επειδή οι εξωτερικοί τοίχοι του μπούνκερ – πάχους 3,80 μέτρων, από τσιμέντο ο καθένας – ήταν αδιαπέραστοι. Αλλά και επειδή οι αποδεκατισμένες πλέον μάχιμες μονάδες έστελναν, τηλεφωνικά, αλλοπρόσαλλα μηνύματα. Επιπλέον, ανιχνευτές της καγκελαρίας, που θα πήγαιναν στην πόλη για να κάνουν επιτόπια αναγνώριση, δεν υπήρχαν. «Στην απελπισία μας αρχίσαμε να επιλέγουμε τα τηλεφωνικά νούμερα γνωστών και αγνώστων σε διάφορα σημεία της πόλης» διηγούνταν αργότερα ο εκ των υπασπιστών του Χίτλερ Γκέρχαρτ Μπολτ. Δείγμα συνδιάλεξης: «Ερώτημα: “Πείτε μου, κυρία μου, είδατε καθόλου Ρώσους στη γειτονιά σας;”. Απάντηση: “Ναι, φτάσανε πριν από μισή ώρα”.

Οι δύο διαθήκες

Ήδη στα μέσα Απριλίου το Βερολίνο ήταν από παντού περικυκλωμένο, ένας βρετανός παρατηρητής μιλούσε για «γερμανικό σάντουιτς»: από τη μια, δυτικά, στέκονταν τα στρατεύματα των Αμερικανών και των Βρετανών· από την άλλη, ανατολικά, ο σοβιετικός Κόκκινος Στρατός· και στη μέση, σαν λουκάνικο, η πόλη. «Το Βερολίνο είναι τώρα ιδανικό μέρος για πόλεμο» αστειευόταν επιτελάρχης του Χίτλερ. «Μπορείς να πας με το μετρό από το Δυτικό στο Ανατολικό μέτωπο». Ακόμη και ο αγέλαστος Φύρερ γέλασε όταν άκουσε το αστείο.

Βερολίνο, 28 Απριλίου. Ο δικτάτορας, που έχει χάσει κάθε ελπίδα για επιβίωση, υπαγορεύει σε μια γραμματέα του, την Τράουτλ Γιούνκε, δύο διαθήκες, μία πολιτική και μία ιδιωτική. H Γιούνκε διηγούνταν αργότερα με ποιες σκέψεις άρχισε το γράψιμο. «Τώρα έρχεται επιτέλους εκείνο που περιμέναμε από μέρες: η εξήγηση για όλα όσα είχαν συμβεί τόσα χρόνια, μια ομολογία, ίσως ομολογία ενοχής, μια δικαιολογία. Σ’ αυτό το τελευταίο ντοκουμέντο του χιλιετούς Γ’ Ράιχ θα έπρεπε να βρίσκεται η αλήθεια, ομολογημένη από έναν άνθρωπο που δεν είχε πλέον να χάσει τίποτε. Αλλά οι προσδοκίες μου διαψεύστηκαν: ο Φύρερ διατυπώνει μηχανικά εξηγήσεις, κατηγορίες και αιτήματα που τα ξέραμε και εγώ και ο γερμανικός λαός και όλος ο κόσμος».

Διαθήκες που κληροδοτούσαν θάνατο. Παράδειγμα, η ιδιωτική, στην οποία κάνει λόγο για τον επικείμενο γάμο του με ένα πιστό «κορίτσι», την Εύα Μπράουν. «Στα χρόνια του αγώνα πίστευα ότι θα ήταν ανεύθυνο να ιδρύσω οικογένεια. Τώρα, όμως, στο τέλος της επίγειας ύπαρξής μου, αποφάσισα να πάρω ως γυναίκα μου εκείνο το κορίτσι, που ήρθε εθελοντικά σε μια πολιορκημένη πόλη για να μοιραστεί μαζί μου τη μοίρα της. Πηγαίνει εθελοντικά μαζί μου στον θάνατο».

H ώρα της αυτοκτονίας

Αλλά και η πολιτική διαθήκη δεν πάει πίσω από νεκροφιλία. Ο Χίτλερ ρίχνει εκεί την ευθύνη για τον πόλεμο στους άλλους («εγώ ήθελα την ειρήνη» λέει): στους μπολσεβίκους, στους εβραίους, στις «εβραιοποιημένες» δυτικές δημοκρατίες. Στο κείμενο αποτυπώνεται το πνεύμα της λεγομένης «διαταγής του Νέρωνα» που είχε εκδώσει λίγο νωρίτερα ζητώντας από τα οπισθοχωρούντα στρατεύματα να αφήσουν πίσω τους «καμένη γη» – ακόμη και αν αυτό θα ήταν εις βάρος του γερμανικού λαού. Μιλώντας σχετικά με τον υπουργό Πολεμικής Οικονομίας Αλμπερτ Σπέερ είχε επεξηγήσει: «Αν χαθεί ο πόλεμος, θα χαθεί και ο λαός. Δεν είναι ανάγκη λοιπόν να προστατεύσουμε τις ζωτικές βάσεις της ύπαρξής του. Αντίθετα, εμείς οι ίδιοι πρέπει να τις καταστρέψουμε. Και αυτό επειδή ο γερμανικός λαός αποδείχθηκε ο πιο ανίσχυρος. Ισχυρότερος λαός αναδείχθηκε ο ανατολικός, και σ’ αυτόν ανήκει το μέλλον. Εκείνοι εξάλλου που επέζησαν από αυτόν τον αγώνα είναι κατώτερης αξίας, επειδή οι καλοί έπεσαν στα πεδία των μαχών».

Το απόγευμα της 30ής Απριλίου 1945, στο ίδιο μπούνκερ. Ο Χίτλερ αυτοκτονεί μαζί με την Εύα Μπράουν. Ετσι τελειώνει άδοξα η καριέρα του ως «Φύρερ» (Οδηγός) στο λεγόμενο «Ράιχ των κατώτερων δαιμόνων»: των βασανιστών, δολοφόνων, μαχαιροβγαλτών, ρατσιστών, μιλιταριστών, χαφιέδων, επίορκων, διεφθαρμένων, φαφλατάδων – του «κοινωνικού βούρκου» δηλαδή, που, σύμφωνα με τον ιστορικό Ερνστ Νίκις, είχε επιστρατεύσει η γερμανική αστική τάξη για να κατακτήσει τον κόσμο. Μια καριέρα που, αρχίζοντας με την άνοδό του στην εξουσία στις 30 Ιανουαρίου 1930, διήρκεσε 12 έτη και τρεις μήνες.

Με τον θάνατο του Χίτλερ δεν συνθηκολόγησε αμέσως το Γ’ Ράιχ. Χρειάστηκαν άλλες οκτώ ημέρες για αυτό – γεμάτες άσκοπες αψιμαχίες και θύματα. Ο πρώτος διάδοχός του, ο Γιόζεφ Γκέμπελς, αρνήθηκε κατηγορηματικά να υπογράψει. Αλλά ο Γκέμπελς αυτοκτόνησε δύο ημέρες αργότερα. H σύζυγός του Μάγδα, που τον συνόδευσε στον θάνατο, είχε φροντίσει λίγο νωρίτερα να δηλητηριάσει τα έξι παιδιά τους. Το έργο της υπογραφής ανέλαβε ο δεύτερος διάδοχος, ο αρχιναύαρχος Καρλ Ντένιτζ. Αλλά το γόητρο του τελευταίου ήταν μηδαμινό.

Το υπόλοιπο ήταν συντριβή και ταπείνωση. Οχι τόσο για τον Ντένιτζ όσο για τον αρχιστράτηγο της Βέρμαχτ στρατάρχη Βίλχελμ Κάιτελ, στον οποίο ανατέθηκε η υπογραφή της συνθηκολόγησης. Αυτό έγινε σε μια βίλα στο προάστιο Κάρλσχορστ της γερμανικής πρωτεύουσας, όπου είχε στήσει το αρχηγείο του ο σοβιετικός στρατάρχης και «εκπορθητής του Βερολίνου» Γκεόργκι Σούκοβ. Ο τελευταίος, αναφέρει συνεργάτης του, άφησε κατ’ αρχάς τον Κάιτελ να περιμένει με τις ώρες σε έναν προθάλαμο. Υστερα, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα της 8ης Μαΐου, τον φώναξε στην αίθουσα συνεδριάσεων, όπου βρισκόταν με το επιτελείο του καθώς και με δεκάδες δυτικούς διπλωμάτες. Ο Κάιτελ χαιρέτισε στρατιωτικά, χωρίς δηλαδή τον χιτλερικό χαιρετισμό, σηκώνοντας το στραταρχικό του σκήπτρο. Υστερα έβγαλε το πέτσινο γάντι από το δεξί του χέρι, έβαλε ένα μονόκλ και υπέγραψε. «H γερμανική αντιπροσωπεία μπορεί να πηγαίνει τώρα» είπε αμέσως μετά ο Σούκοβ. H όλη σκηνή δεν κράτησε περισσότερο από τέταρτο της ώρας.

Την άλλη ημέρα, η άνοιξη οργίαζε στο Βερολίνο. Ειρήνη παντού. Τα υπολείμματα των Ες Ες συνέχιζαν όμως, από κεκτημένη ταχύτητα, να κρεμάνε «λιποτάκτες». Την 9η Μαΐου, δύο. Τη 10η, έναν.

ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 8 Μαΐου 2005

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...

Αφήστε μια απάντηση